Κάποτε ένας ριψοκίνδυνος νέος δραπέτευσε από τα δεσμά του Κρητικού δεσπότη, Μίνωα, και πέταξε με φτερά, κολλημένα με κερί, ψηλά στον ήλιο. Και το κερί έλιωσε και το παλικάρι πνίγηκε στο πέλαγος, στη Βαώνη. Κι ο βαριόμοιρος πατέρας, ο Δαίδαλος, το έθαψε στο κοντινό νησί, τη Δολίχη (μακρόστενη), την Ιχθυόεσσα, πάντα Ανεμόεσσα, του Ανατολικού Αιγαίου, από τότε Ικαρία και το περιλάλητο από τον Ομηρο πέλαγος, Ικάριο:
Αγάπη είναι να νιώθω οτι ειμαι σπίτι μου. Αγάπη είναι να σε κοιτάζω στα ματια για ώρες. Δεν είναι να μη δίνω μαχες αλλα αγάπη είναι να τις κερδίζεις εσυ όλες. Δεν είναι να μη φεύγω αλλα αγάπη είναι πάντα να επιστρέφω σε σένα. Δεν είναι να μου έχεις τυφλή εμπιστοσύνη αλλα να με κρατάς με τα αόρατα μεταξενια νήματα της λαχτάρας και της αγωνίας.