Ο Σταμάτης Κρόκος -κοινώς Σταματάκης- ήλθε αργά στο καφεπαντοπωλείο της Αργυρώς στο Στελί της Ικαρίας. Στο μαγαζί υπήρχε το αδιαχώρητο. Πάνω από πενήντα χωριανοί είχαν κάνει κυριολεκτικά κατάληψη. Η κυρα-Αργυρώ είχε αναγκαστεί να κουβαλήσει καρέκλες και σκαμπό από το σπίτι της που ήταν πίσω από το μαγαζί, γιατί το κατάστημα δεν διέθετε τόσα πολλά καθίσματα.
Οι βάρκες μαζεύονται στεριά και οι μπουρουκάδες ξεκίνησαν απόχες. Οι κήποι καθαρίζονται από τις ξεραμένες ντοματιές και ταμπουραδιές και σκάβονται για κάθε λογής λάχανα. Τα χειμαδιά τοιμάζονται από τους κατσικάδες, ενώ πολλοί ‘παραβάτες’ ανοίγουνε πορειές για βοσκή. Τα πατζούρια των σπιτιών μας άνοιξαν, επιτέλους, να περάσει ο φθινοπωρινός ήλιος.
Πάνε τώρα 8 χρόνια από το τελευταίο μου καλοκαίρι στο νησί! Δεν κατάγομαι από εκεί , είχα την τύχη να γνωρίσω φίλες που με έφεραν σε επαφή με την Ικαρία! Έτσι λοιπόν φιλοξενήθηκα στο νησί ‘‘ ουκ ολίγα καλοκαίρια ’’… Γιατί βέβαια μετά την πρώτη φορά , ο έρωτας ήταν τόσο δυνατός που δεν έσβηνε! Ο έρωτας για το νησί εννοώ…