Φορτωμένα ταξίδια

Φωτογραφία: Βασίλης Δουρής. Καψάλια 2008 (ανάμεσα σε Καραβόσταμο & Μηλιωπό).

Θυμάμαι τη μυρωδιά του καφέ. Σήμαινε ότι είμαστε πια έτοιμοι να φύγουμε, καθώς την παραμονή της αναχώρησης ο πατέρας μου κουβάλαγε τελετουργικά στο σπίτι μια τεράστια ποσότητα καφέ Λουμίδη. Ο καφές έπρεπε να είναι φρέσκοκομμένος ώστε να φτάσει σε καλή κατάσταση στον προορισμό του, δηλαδή κατά κανόνα σε συγγενείς και φίλους που ζούσαν μόνιμα στην Ικαρία και είχαν περιορισμένη πρόσβαση σε φρέσκο καφέ. Όταν ερχόταν πια ο καφές, ξέραμε ότι είμασταν έτοιμοι.  Το ετήσιο καλοκαιρινό ταξίδι για Ικαρία ήταν μια μεγάλη περιπέτεια που η οικογένεια προετοίμαζε για καιρό, και οι αποσκευές φτιάχνονταν από τους μεγάλους επί μέρες. Βέβαια, εκτός από το ρουχισμό και τα προσωπικά είδη των μελών της οικογένειας, και τυχόν πεσκέσια για τους συγγενείς, περιελάμβαναν ενίοτε και ένα σωρό άλλα παραφερνάλια που προορίζονταν για διάφορους μυστηριώδεις (νόμιζα τότε…) σκοπούς.

Κατά καιρούς θυμάμαι να ταξιδεύουν μαζί μας αντικείμενα όπως μια καρέκλα σκηνοθέτη για τη γιαγιά, μια σαιζ-λογκ (πάλι για τη γιαγιά, η οποία όμως αρνήθηκε να κάτσει εκεί έστω και μία φορά), ένα ραδιόφωνο διεθνούς λήψης (στα βραχέα), μία ομπρέλα παραλίας απίστευτης έκτασης και βάρους, ένα αεροβόλο (με φυσίγγια με φουντάκι, για σκοποβολή ήταν μάλλον), ένα καλάμι ψαρέματος με πάμπολλα ανταλλακτικά (πετονιές, αγκίστρια κλπ.), πλήθη φακών με μπαταρίες, ένα «φανάρι», δηλαδή ένα ερμάρι με σίτα που βάζανε τα φαγητά για να μη τα μπάσουν οι μύγες, ένα πλεκτό καλάθι άδειο και μια νταμιτζάνα επίσης άδεια (με προορισμό όμως να επιστραφούν γεμάτα εν καιρώ), τσίγκινες κούτες από Φυτίνη ή  μπισκότα Πτι-μπερ (που επρόκειτο να γεμίσουν με τραχανά και χυλοπίτες και αποξηραμένα σύκα, γεμιστά με αμύγδαλο και ψημένα στο φούρνο) και άλλα πολλά.

Αυτοκίνητο δεν είχαμε, οπότε οι βαλίτσες και τα καλάθια και οι τσάντες και τα τσαντάκια έπρεπε να κουβαληθούν στο λιμάνι με ταξί, ενίοτε παραπάνω από ένα, καθότι είμασταν και κάμποσοι. Η έλλειψη αυτοκινήτου απέτρεπε τους δικούς μου από να πάρουν μαζί τους υπερβολικά πολλά πράγματα, συγκριτικά βέβαια. Άλλοι φίλοι μου ήταν λίγο πιο άτυχοι, καθώς οι δικοί τους είχαν μεν αυτοκίνητο, αλλά από το πλήθος των αποσκευών αναγκάζονταν να πάνε στο λιμάνι με το λεωφορείο (οι πιο τυχεροί με τον Ηλεκτρικό), καθώς δε χώραγαν. Μια φορά ερχόταν οικογενειακώς ο φίλος μου ο Νίκος· ο πατέρας του είχε ένα μπλε Ford Taunus, ολόκληρη μαούνα. Το θυμάμαι να καταφθάνει με υπερβολική βραδύτητα, φορτωμένο μέχρι τα μπούνια· τα λάστιχά του ήταν πίτα από το βάρος και το σασί κόντευε να συρθεί στα χαλίκια. Από πίσω έτρεχε ο Νίκος, δέκα-δώδεκα χρονών τότε, και πιο πίσω η μάνα του, που έπιανε και την κουβέντα με τα καλωσορίσματα δρόμο-δρόμο. Ξεκουβάλαγαν επί τουλάχιστον μία ώρα, ξετρυπώνοντας σακκούλες και σακκουλάκια από τα πιο απίθανα σημεία του αμαξιού, μέσα στα οποία μπορούσε να διακρίνει κανείς αγγουράκια και πορτατίφ, παπούτσια και γιαρμάδες χύμα. Όταν τελείωσαν, το αμάξι είχε ανασηκωθεί ίσαμε είκοσι πόντους.

Βέβαια καθώς άλλαζε ο κόσμος γύρω, άλλαξαν και ορισμένες ταξιδιωτικές συνήθειες. Εξαφανίστηκαν τα καλάθια και οι μπόγοι, πλήθυναν οι βαλίτσες με ροδάκια και τα σακ-βουαγιάζ. Αυτό βέβαια δεν απέτρεπε ολοσχερώς ορισμένες γραφικότητες· οι περισσότεροι φίλοι μου με αυτοκίνητο έχουν να διηγηθούν διάφορες ιστορίες φρίκης. Εγώ πάλι τις μεγαλύτερες φρίκες τις έχω φάει πεζός· θυμάμαι ένα ταξίδι επιστροφής (ως φοιτητής, τότε) που πέρα από τις συνήθεις αποσκευές που κουβάλαγα τα χρόνια εκείνα (και περιελάμβαναν μεταξύ άλλων αντικειμένων μια κιθάρα και μια γραφομηχανή), οι δικοί μου με αγγάρεψαν με ένα τσουβάλι πατάτες, ένα ακόμα με κρεμμύδια, ένα καλάθι σταφύλια, κάτι αμύγδαλα, κι ένα ντενεκέ περσινό λάδι. Η εμπειρία ήταν τόσο καταλυτική, που για πολλά χρόνια μετά αρνιόμουν να κουβαλήσω οτιδήποτε μου ζητούσαν, και φρόντιζα να εμφανίζομαι το καλοκαίρι σε άγνωστες ημερομηνίες και να εξαφανίζομαι στο τέλος ενόσω ακόμα ο τραχανάς ζυμωνόταν και τα σύκα ξεραίνονταν στη σκεπή, δήθεν για να προλάβω την εξεταστική.

Με τα χρόνια έμαθα να ταξιδεύω ελαφρύς, με ένα σακκίδιο κι έναν υπνόσακκο. Μόλις το βαπόρι φτάσει κοντά στον Πάπα, αρχίζω να μετράω τα φώτα από τα χωριά: να το Αμάλου και το Μαυριάνου, να ψηλά οι Βρακάδες και δίπλα οι Κουνιάδοι, να η Κάτω Προεσπέρα και η Πάνω, ο Νάνουρας, ο Νας, ο Αρμενιστής. Μετά αφήνουμε τα δυτικά και πάμε βόρεια, ψηλά είναι τα χωριά των Ραχών που λίγο ακόμα τα μπερδεύω από τη θάλασσα, αλλά μετά είναι σίγουρα το Γιαλισκάρι και από πάνω τα Μαντριά, πιο πέρα το Αυλάκι και από πάνω τα χωριά της Περαμεριάς, κι απέναντί τους η Μεσαριά όλη πάνω στην Κεφάλα, κι εκεί κάτω ο Κάμπος και τα άσπρα φώτα το λιμάνι στον Εύδηλο κι εκείνο το μεγάλο που φαίνεται μέχρι πολύ ψηλά είναι το Καραβόσταμο και στο βουνό η Αρέθουσα και προς την ανατολή πιο χλωμά στο βάθος τα Χωριούδια και κάτω στη θάλασσα αχνά τα Νέγια.

Και καθώς στρίβουμε για να μπούμε στο λιμάνι, από κοντά τώρα, το Κεραμέ και το Φλες πιο δω, στο βουνό ψηλά η Ακαμάτρα κι εκείνο απέναντι αριστερά μάλλον ο Δρούτσουλας, κάτω τα φώτα της πλατείας, και κάπου πιο ψηλά ένα από τα φώτα είναι αυτό που έχουν αφήσει αναμμένο για να φωτίζει τα βήματά μου μέχρι το σπίτι.

Το κλειδί πάνω στην πόρτα, το σπίτι ήσυχο· κοιμούνται. Κάθομαι στο μπαλκόνι, στην ίδια σαιζ-λογκ που η συχωρεμένη η γιαγιά δε χρησιμοποίησε ποτέ, και βλέπω το βαπόρι που απομακρύνεται προς τη Σάμο.

Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα έρχεται μια γνώριμη μυρωδιά φρεσκοκομμένου ελληνικού καφέ.

Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com

ikariastore banner