Τα πριονίδια του Κυριάκου

Πόσα έχουν γραφτεί σε αυτό το περιοδικό για τα καλοκαίρια στο νησί άραγε… πόσες φορές έχουμε θυμηθεί τις μυρωδιές των παιδικών μας χρόνων, τη μυρωδιά του αλατιού της θάλασσας, του θυμαριού στο βουνό, του κρασιού στο πανηγύρι και μαγεριού στην κουζίνα; Κανείς όμως δεν μίλησε ποτέ για τη μυρωδιά από το πριονίδι και είναι μάλλον λογικό. Από πού και ως πού συνδυάζεται το καλοκαίρι με το πριονίδι;

Μόλις το καράβι άραζε, δεν κρατιόμουν. Όχι για το νησί. Όχι για το σπίτι μου. Όχι για τη βόλτα μα ούτε για το μπάνιο στη θάλασσα. Δεν κρατιόμουν για να πάω στου Κυριάκου.

Μέναμε στο Σεβδαλή και μόλις μερικά βήματα από το σπίτι μου, υπήρχε ένα μυστικό κάστρο, ένα μαγεμένο μέρος με μια ψηλή πόρτα και δυο θεόρατα σκαλιά: Το Ξυλουργείο. Στα δεξιά, αν θυμάμαι καλά, η πριονοκορδέλα. Αυτή δεν άφηνε πριονίδι κανονικό, αλλά μια ξύλινη σκόνη σαν την άμμο της ερήμου κι έχωνα τα χέρια μου μέσα γιατί ήταν τόσο απαλή και μυρωδάτη. Απέναντι από την είσοδο κάποιο άλλο μεγάλο μηχάνημα που δε θυμάμαι. Αυτό άφηνε χοντρό πριονίδι. Στα αριστερά ένας πάγκος που είχε ένα κομπρεσέρ με το πιστόλι του που έβγαζε αέρα και τρελαινόμουν, το γυρνούσα πάντα πάνω μου να φυσάει τα δάχτυλα των ποδιών μου. Μα πώς θα μπορούσα να μην το κάνω; Ήμουν 7-8 χρονών και ήταν το πιο ευχάριστο συναίσθημα του κόσμου. Εργαλεία παντού, σκόνες παντού, έπιπλα παντού, κομμάτια ξύλου μικρά, μεγάλα, θόρυβος και «όχι, μη μπεις τώρα δουλεύουμε την πριονοκορδέλα» και «ουφ, πότε θα με αφήσουν να μπω; Μα γιατί δε με αφήνουν;». Και κάποτε τελείωνε ο θόρυβος και ήταν πια ασφαλές να μπω.

Μα δεν ήταν μόνο όλα αυτά τα φαντασμαγορικά μαγικά μηχανήματα που με κρατούσαν εκεί. Ήταν ο ίδιος ο Κυριάκος, ο ξυλουργός. Που ένας θεός ξέρει πόσο τον είχαμε ταλαιπωρήσει εγώ και ο γιος του ο Δημήτρης με τις συνεχόμενες επισκέψεις μας και τα παιχνίδια μας μέσα στο εργαστήριο. Δεν μας έδιωχνε ποτέ, δεν μας μάλωνε, μας έκανε παρέα, μας μιλούσε. Ήταν ο μεγαλύτερός μου φίλος, κάτι σαν καλοκαιρινός θετός μπαμπάς ίσως. Κάθε καλοκαίρι αποχαιρετώντας, έπαιρνα μαζί μου ένα βαζάκι πριονίδι. Μέσα στο χειμώνα στην Αθήνα το άνοιγα και το μύριζα και έστω και για λίγο ταξίδευα στο μαγεμένο μέρος, το αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο.

Στο σήμερα τώρα, το δικό μου εργαστήριο μπορεί να μην έχει πριονοκορδέλα, αλλά έχει τρυπάνια, ποτηροτρύπανα, τριβεία, σέγα, λίμες, χαράκτες. Κάτι κάνω κι εγώ, όλο και κάποιο έπιπλο επισκευάζω, όλο και κάποια ξύλινη κατασκευή φτιάχνω και όπως το ξύλο κόβεται και τα πριονίδια πέφτουν στο πάτωμα, είναι πάντα γνώριμα, ποτέ ενοχλητικά, ποτέ σκουπίδια. Είναι πριονίδια κι εγώ τα αγαπώ τα πριονίδια.

Ο Κυριάκος έφυγε ξαφνικά μερικές μέρες πριν, αφήνοντας όλα τα εργαλεία και τα πριονίδια μέσα στη μέση. Ούτε την πόρτα δεν κλείδωσε. Ο φίλος μου ο Δημήτρης, ο γιος του, μου έταξε ένα τελευταίο βαζάκι πριονίδι. Εγώ σκέφτομαι ότι ίσως ένα κομμάτι της Ηλέκτρας σήμερα, είναι φτιαγμένο από πριονίδι, από αυτό που έβγαινε από τα μηχανήματα του Κυριάκου όλα τα καλοκαίρια που πέρασαν. Και χωρίς αυτόν ίσως να μην ήμουν η ίδια. Και γι’ αυτό τον ευχαριστώ τόσο.

Καλό ταξίδι λοιπόν Κυριάκο, μεγαλύτερέ μου φίλε. Θα μου λείψεις πολύ.

Ηλέκτρα Πάστη
elektra.pasti@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ηλέκτρας Πάστη.

ikariastore banner