Για μια καραμέλα λεμόνι #ikaria

Δεν ξέρω για σας, αλλά εμείς όταν ήμασταν μικρά, τα γλυκά, τις καραμέλες, τις σοκοφρέτες, τα γαριδάκια και τα λοιπά υπέροχα σκατολοΐδια, τα βλέπαμε με το κιάλι. Όχι ότι είχαμε κηρύξει κανένα φετφά εναντίων τους, αλλά γενικώς οι γονείς μας απέφευγαν να μας ταΐζουν «αυτές τις αηδίες», κατά το δυνατόν, και αντιθέτως μας έφτιαχναν σπιτικό κέικ πορτοκάλι, ας πούμε, ή σπιτικό κέικ μαρμπρέ, ή σπιτικό κέικ του διαβόλου. Γενικώς πολύ κέικ. Εξάπαντος σπιτικό.

Με μία φωτεινή εξαίρεση. Τις διακοπές στην Ικαρία. Τότε και μόνο τότε, ανάμεσα στις υπόλοιπες απαραίτητες προμήθειες (μακαρόνια, φακές, τοματοπελτέ, χαρτί υγείας, χαρτοπετσέτες, σαμπουάν, ασημόχαρτο, μανταλάκια, γάλα εβαπορέ, ρύζι κλπ), συμπεριλαμβάνονταν τόνοι κατεργασμένης ζάχαρης, σοκολάτας και δρακουλινίων, τα οποία αποτελούσαν και έναν από τους βασικούς δείκτες μέτρησης της ποιότητας του βιοτικού επιπέδου των ανηλίκων στο Τραπάλου. (Άλλοι αντιπροσωπευτικοί δείκτες ήταν οι βουτιές από τον Έλιγκα, οι πατητές, τα παγωτά, οι λεμονάδες Ικαρίας, τα σουβλάκια στου Καράκα, τα σύκα, τα βατράχια που χοροπηδούσαν στην αυλή κλπ).

Κανονικά, όλα αυτά τα εκλεκτά εδέσματα μοιράζονταν με δελτίο, υπό την επίβλεψη της γιαγιάς ή άλλου εντεταλμένου ενήλικα, που αποφάσιζε, ως άλλη κατοχική κυβέρνηση, πόσες σαχλαμάρες επιτρέπεται να καταναλώσει κάθε παιδί, χωρίς να κινδυνεύσει από τη μάστιγα της τερηδόνας, αλλά και να διασφαλίσει την επάρκεια των αποθεμάτων για το σύνολο των 3μηνων διακοπών. Καθότι, αν μας αμολούσαν ελεύθερους, χωρίς επίβλεψη και σε απόσταση λιγότερη των 10 μέτρων από τις σακούλες με τα γεμιστά μπισκότα, ήταν βέβαιο πως εντός ολίγων λεπτών δεν θα υπήρχε πλέον κανένα στοιχείο να μαρτυρά το σύντομο πέρασμά τους από το μάταιο τούτο κόσμο. Θα μασούσαμε ακόμα και τα σελοφάν.

Όπως και να ‘χει, εκείνο το καλοκαίρι είχαμε κατέβει στο χωριό, όπως πάντα, όλο το τσούρμο, τουτέστιν η γιαγιά με τα 5 εγγόνια, σε ηλικίες που κυμαίνονταν από 5 μέχρι 11 χρονών, ο φίλος μας ο Σπύρος, επίσης γύρω στα 8, η μανά μου, η θειά μου και ο πατέρας μου, το αδιαχώρητο γινόταν στο σπίτι. Εμείς τα περνάγαμε τρέλα, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, για τους μεγάλους δεν παίρνω και όρκο.  
Γενικώς, ως οικογένεια, δε μπορείς να μας χαρακτηρίσεις ως ήσυχη, ούτε καν ψύχραιμη ώρες ώρες. Ενδεχομένως, να υπήρξαν και στιγμές που τα φονικά απεφεύχθησαν στο παρά πέντε, γεγονός, πάντως, είναι πως ως επί το πλείστον καταφέρναμε να συμβιώνουμε, να μη σου πω να το διασκεδάζουμε κιόλας. Τα καλοκαίρια, δε, υπήρχε και μια χαλαρότητα παραπάνω, κάτι η θάλασσα, κάτι το αεράκι, κάτι τα βραχάκια, μαλακώναμε κι αγαπιόμασταν όλοι κατά τι πιο πολύ.

Ο Δεκαπενταύγουστος είχε προ πολλού ξεπεράσει και το καλοκαίρι σερνόταν αργά προς το τέλος του. Τα δέρματα μας κατάμαυρα, οι πατούσες μας γυαλόχαρτα και τα μαλλιά μας ανάκατα και κατσιασμένα, αφού δεν αφήναμε κανέναν να μας λούσει με σαπούνι αν δεν λειτουργούσε ο παπάς στην εκκλησία. Και οι προμήθειες είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν κάτι μακρουλές, σκληρές, φρουτένιες καραμέλες. Όλα τα υπόλοιπα τα είχαμε ξεπαστρέψει στους μήνες που προηγήθηκαν. Οι καραμέλες, βέβαια, δεν ήταν και λίγες. Έφταναν για μέρες ακόμα. Έλα, όμως, που από όλες τις γεύσεις, πορτοκάλι, φράουλα, ροδάκινο, μανταρίνι, κεράσι, ανανάς, είχε μείνει μια και μοναδική καραμέλα λεμόνι. Κι όταν έφτασε η ώρα της μοιρασιάς – μάντεψε! – όλοι το λεμόνι λαχταρούσαμε. Στην αρχή ίσως να είμασταν συγκρατημένοι. Μετά αρχίσαμε τα επιχειρήματα:
- Εγώ είμαι πιο μεγάλη, εγώ θα τη φάω.
- Εγώ είμαι φιλοξενούμενος, πρέπει να με προσέχετε, εγώ θα τη φάω.
- Εγώ είμαι ο πιο μικρός και ποτέ δε μου κάνετε, αλήτες, τα χατίρια, θα τη φάω και να σκάσετε.

Όσο ισχυρή επιχειρηματολογία, όμως κι αν παρουσιάζαμε, κανένας από τους υπολοίπους δεν φαινόταν να πείθεται. Γρήγορα ο προσποιητός πολιτισμός εξανεμίστηκε και έπεσαν οι πρώτες σπρωξιές. Οι σπρωξιές μετατράπηκαν αιφνιδίως σε φάπες, οι φάπες σε τσιμπιές και τα πρώτα κλάματα δεν άργησαν καθόλου. Εν ριπή οφθαλμού το σπίτι μεταμορφώθηκε σε πεδίο μάχης με τα πιτσιρίκια σωρό κουβάρι να παλεύουμε να βουτήξουμε ο καθένας για την πάρτη του τη σακούλα, ολόκληρη της σακούλα, και μαζί της και την μοναδική καραμέλα λεμόνι που είχε μετουσιωθεί πλέον από μια σκληρή ζαχαρένια, ξινούτσικη μάζα σε Τρόπαιο.

Οι φωνές μας σήκωσαν στο πόδι όλο το χωρίο και πρώτη πρώτη τη μάνα μας που ορμάει μέσα στο σπίτι τρέχοντας (άλλο τέρας ψυχραιμίας από κει) και μόλις αντιλαμβάνεται για ποιον ακριβώς λόγο μαλλιοτραβιόμαστε, μπαίνει στη μέση και μια εκπληκτική, ταχύτατη κίνηση αιλουροειδούς μας βουτάει τη σακούλα και την εκσφενδονίζει, μαζί με όλο της το περιεχόμενο στην απέναντι οχτέ!

- Ορίστε, τακτοποιήθηκε το ζήτημα. Δεν θα την φάει κανείς. Για την ακρίβεια, κανείς δεν ξαναφάει κα-μί-α καραμέλα μέχρι να γυρίσουμε στην Αθήνα! Και μην ακούσω τσιμουδιά, θα σας κάνω όλα μαύρα στο ξύλο. Συνεννοηθήκαμε;

(Αυτό ειδικά το τελευταίο «συνεννοηθήκαμε» το προέφερε στακάτα, τονίζοντας κάθε συλλαβή, και το τελευταίο -ε τραβηγμένο τόσο, όσο χρειαζόταν για να καταλάβουμε ότι η δεν επρόκειτο περί απειλής, αλλά υπόσχεσης!)

Το σοκ μας ήταν τόσο μεγάλο που ούτε ανάσα δεν τολμούσαμε να πάρουμε. Ούτε καν να γνέψουμε καταφατικά, ότι, ναι, θα συμμορφωθούμε. Τίποτα. Είχαμε μείνει κόκαλο, στη μέση του καυγά, σαν να μας πάτησες το Pause και μας άφησες εκεί παγωμένους. Σύντομα η μάνα μου φεύγει, να πάει να ηρεμήσει, πιθανότατα ψαρεύοντας, κι εμείς μείναμε εκεί. Δαρμένοι αναμετάξυ μας, ελεεινοί και τρισάθλιοι. Δεν είχαμε καν κουράγιο να κατηγορήσουμε ο ένας τον άλλο. Τέτοια ήταν η δυστυχία μας.

Ομολογουμένως, το θέαμα που παρουσιάζαμε θα πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως κωμικό. Η γιαγιά κάνοντας ότι παραμονεύει αν έφυγε όντως η μάνα μας, μας ψιθυρίζει, τάχα συνωμοτικά:

- Μπα, που κακό να μη σας έβρει, παλιόπαιδα! Θα με πεθάνετε με τα καμώματά σας. Το λοιπό, βγείτε έξω και πηγαίντε να μαζέψετε τις καραμέλες πριν γυρίσει. Μόνο το νού σας! Κιχ ν΄ακούσω, τις παίρνω και τις πετάω στο τζάκι, καταλάβατε;

Δεν περιμέναμε να το πεί δεύτερη φορά! Πεταχτήκαμε έξω και χωθήκαμε μέσα στα χόρτα να σώσουμε ό,τι σωζόταν. Και δεν τολμούσαμε, όχι να μιλήσουμε, αλλά ούτε να κοιταχτούμε μεταξύ μας! Μέχρι που κάποια στιγμή, ακούγεται ο Σπυράκος να μονολογεί ειλικρινώς, με όλη τη σοφία της δευτέρας δημοτικού, ενόσω έψαχνε απεγνωσμένα ανάμεσα στα ξερόχορτα:

- Τι το θελα ο μαλάκας και μιλούσα; Τι το θελα ο μαλάκας;

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.