Always look at the bright side of... πανηγύρι (μέρος α΄)

Τελευταία γκρινιάζω πολύ. Πολλές φορές μου φταίνε όλα και όλοι. Με βεβαιωμένα πλέον συμπτώματα γεροντοκορισμού και  το αξίωμα πως τα ξέρω όλα, τα βάζω και με τους διοργανωτές των πανηγυριών. Τους μαλώνω και τους παροτρύνω να κάνουν πράγματα που θεωρώ σωστά. Επειδή όμως προσγειώνομαι στην πραγματικότητα και αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες, σκέφτηκα να το πάρω αλλιώς.

Μήπως ν’ αφήσω τα στραβά κι ανάποδα και να ψάξω για τα ίσια; Ε λοιπόν βρήκα τόσα πολλά που εξέπληξα τον εαυτό μου ευχάριστα. Να σας απαριθμήσω μερικά αλλά όχι όλα. Σκέφτηκα να τα μοιράσω σε δύο πτήσεις για ν’ ανεβαίνει κι η τηλεθέαση ή όπως αλλιώς λέγεται η ιντερνετική ανάγνωση.

Να λοιπόν κάποιες ιδιαιτερότητες:

Είναι η μοναδική περίπτωση που μπορείς να μιλάς σε μια γκόμενα ψευδίζοντας μέχρι το πρωί κι αντί να φας χυλόπιτα, αυτή να χαμογελάει κάτω από τα κοκκινισμένα της μάγουλα ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνει τίποτα.

Υπάρχει κι άλλη μοναδικότητα, στο μενού αυτή τη φορά: Με την εξάντληση των αποθεμάτων και οτιδήποτε μαγειρεμένου, τρως λουκάνικο με κέτσαπ κι αντί να το πεις βρόμικο φαγητό, το λες παραδοσιακό.

Κι ενώ δεν τολμάς να πεις στους φίλους πως δεν έχεις ξανακλωτσήσει μπάλα αλλά θα μπεις στο γήπεδο μαζί τους, στο πανηγύρι σηκώνεσαι για χορό χωρίς να ξέρεις τα βήματα, το στίχο ή το βιολιστή. Ίσως να μην ξέρεις καν σε ποιο χωριό είσαι αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια, και στο άλλο χωριό στον ίδιο κύκλο θα βρισκόσουν. Κι είναι όλα κουλ, το ξενύχιασμα, το τράβηγμα των μαλλιών, η εξάρθρωση του ώμου, η ιδρωτίλα, το χούφτωμα, οι ανάποδες τούμπες και οι κωλοτούμπες, οι ιαχές σαν να είσαι με τους τριακόσιους στα στενά των Θερμοπυλών. Αφού στο Γούντστοκ ήσουν αγέννητος επιτρέπεται να ροκάρεις  με το «πιπέρι» «μες στου Αιγαίου τα νερά».  Δεν είναι τυχαίο ότι και το θρυλικό φεστιβάλ έγινε δεκαπενταύγουστο.

Η ένταση της μουσικής ξεπερνάει σε ντεσιμπέλ και το πιο αξιοπρεπές σκυλομάγαζο. Το καλό είναι πως μπορείς να κλάσεις ανενόχλητος  με τη βεβαιότητα πως δε θ’ ακούσει κανείς. Μόνο αν το παρακάνεις και τρίξει ο πάγκος ίσως γυρίσει ο διπλανός να σε κοιτάξει.

Το κατούρημα στη φύση, μέρα μεσημέρι, με πεντακόσια βλέμματα πάνω σου, νομιμοποιείται ή τουλάχιστον δεν προκαλεί εντύπωση σε κανέναν. Σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο η μισοκατεβασμένη βερμούδα σε απόσταση δέκα μέτρων από το τελευταίο τραπέζι θα χαρακτηριζόταν, το λιγότερο, ως καφρίλα.

to be continued...

Γιάννης Κέφαλος
kefalos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Κέφαλου.

ikariastore banner