Ξύπνησε πάλι με νεύρα, πάντα είχε νεύρα, δεν τον χώραγε ο τόπος. Και πώς να τον χωρέσει άλλωστε. Νέος, δυνατός κι εγκλωβισμένος. Φυλακισμένος από τότε που θυμότανε. Στα σπλάχνα μιας τέλειας κατασκευής, έργο του πολυμήχανου πατέρα του.
Εκείνος έφταιγε για όλα. Του ‘χε στερήσει την ελευθερία του. Αυτός που με την ιδιοφυΐα του είχε ευεργετήσει βασιλιάδες, τώρα έστεκε ανήμπορος απέναντι στον απενοημένο γιo του. Να μην έχει γνωρίσει γη, αέρα ελευθερίας. Μονάχα από τα λόγια του διδάσκονταν το μεγαλείο της φύσης. Την όμορφη πολυμορφία των πλασμάτων της, τα δέντρα τα βουνά της. Τις κοινωνίες των ανθρώπων και τα αισθήματα που νιώθουν όταν βρίσκονται παρέα ή όταν σμίγουνε δυό-δυό.
Κι έτσι τον έμαθε πως φτιάχνονται τα όνειρα κι εκείνος ταίριαζε ιστορίες κάθε βράδυ. Σε κόσμους νοερούς, διέσχιζε δάση, βούταγε σε θάλασσες, ξαπόσταινε στα βράχια. Αντάμωνε φίλους φανταστικούς. Παραδινότανε σ’ έρωτες μεθυσμένους. Μέχρι να αποκοιμηθεί, ως το ξημέρωμα. Το ίδιο κάθε βράδυ.
Είχαν περάσει χρόνια όταν εκείνο το πρωί τον ξύπνησε χωρίς να ντρέπεται, χωρίς να αποστρέφει τη ματιά του προσπαθώντας ν’ αποφύγει τα «γιατί». Τον κοίταζε κατάματα και έλαμπε το πρόσωπό του, μ' ένα συνωμοτικό χαμόγελο. Του έδειξε ανοίγοντας τα χέρια, τα φτερά. Ολόλευκα γυαλίζανε κάτω από τον ήλιο, στέκανε σαν χειροπιαστές ελπίδες.
Τώρα δεν είχε υπομονή ν´ ακούσει συμβουλές, τα λόγια του πατέρα του γίνανε παρακάλια. Να προσέχει. Η ανυπομονησία κορυφώθηκε, λαχτάρα που σπαρτάραγε σε όλο του το σώμα. Τώρα ζωντάνευαν χιλιάδες όνειρα μαζί.
Έκπτωτος στην κορύφωσή του, πάνω στο πιο όμορφο συναίσθημα που μπόρεσε ποτέ να νιώσει. Σκόρπισαν τα όνειρα στο βράχο, ακόμη σάλευαν. Όπως τα πούπουλα που χαϊδεύει ο αέρας. Σκέπασαν όλο το νησί. Και έμελλε να ζωντανεύουνε εκεί κάθε ξημέρωμα και να τα βρίσκει η επόμενη αυγή. Ξανά και πάλι.
Φαηδόνα
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.