Tη στιγμή της πτώσης

Εικόνα: Σχέδιο του René Péron, 1961

«… Ούτε ο Ίκαρος ήξερε, όταν γλίτωσε απ’ τον λαβύρινθο πετώντας μαζί με τον πατέρα του ψηλά προς τον ήλιο, πως αγνάντευε για τελευταία φορά τον κόσμο, τα βουνά, και τις κοιλάδες, πως δεν θα ξανάγγιζε το νερό, τη γη, τη φωτιά, το φως του ήλιου. Γι’ αυτό, κουνώντας τις φτερούγες που ήταν στερεωμένες με κερί στο κορμί του, ανέβηκε όσο μπορούσε πιο ψηλά στον ουρανό. Δεν τον είχε ζαλίσει ούτε η χαρά της ελευθέρίας, ούτε το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Ούτε μα στιγμή δεν τον κυρίεψε το πάθος να πετάξει , ν’ ανέβει ακόμα πιο ψηλά. Ο πατέρα του ο Δαίδαλος είχε πει πως αν πετάει χαμηλά η υγρασία του αέρα θα του βαραίνει τις φτερούγες, αν πάλι βγει πολύ ψηλά ο ήλιος θα λιώσει το κερί και θα του τις κάψει. Λες και είναι στο χέρι του ανθρώπου να βρει το μέτρο, να αφεθεί στο γαλάζιο τ’ ουρανού όταν αρχίσει να πετά.

Ένα αλέτρι όργωνε το απαλό εύφορο χώμα, ένα καράβι γύριζε από ταξίδι μακρινό έριχνε άγκυρα καθώς ο Ίκαρος έπεφτε στη θάλασσα. Δεν τον είδε στην παραλία ο ψαράς. Ούτε η κοκκινομούρα πέρδικα [ου κούρνιαζε στο ξερό κλαδί. Ο τσομπάνης που έβοσκε τα πρόβατα του στη λοφοπλαγιά είχε αφιερωθεί κοιτάζοντας κάποιο σημείο του ουρανού. Ακουμπισμένο στο μπαστούνι του το σκυλί κοίταζε τα δέντρα. Πέρα μακριά ο ήλιος έδυε στο γαλαζόλευκο κενό ανάμεσα στα δέντρα. Ένα καράβι μάκραινε στο λιμάνι. Μεσ’ το θαμπό, μυθώδες φως του δειλινού η πόλη με τα λευκά σπίτια και τις κόκκινες στέγες φάνταζε χώρα ονείρου. Ούτε ο ζευγάς που κρατούσε λάγνα το χερούλι του αρότρου του ούτε οι ταξιδιώτες που έμπαιναν με το πλοίο στο λιμάνι είδαν τον Ίκαρο. Εκείνος αγωνιζόταν να πλησιάσει τα βράχια λίγο πιο πέρα, παλεύοντας με τα κύματα εκεί που βαθαίναν τα νερά της θάλασσας και το γαλάζιο γίνεται καταπράσινο σαν τα φύκια. Πουθενά κλωνάρι να πιαστεί, δύο χέρια ν’ απλώνονται προς το μέρος του. Πετούσαν τα πούπουλα των φτερών του στον αέρα όταν, ο θάνατος σαν παγωμένη θάλασσα τον τράβηξε στα βάθη του...».

Απόσπασμα από κεφάλαιο στο βιβλίο του Nedim Gürsel, Sevgilim İstanbul, 1986, και στην ελληνική μετάφραση : «Αγαπημένη μου Ισταμπούλ», μετφ Ανθή Καρρά, εκδ. Εξάντας, 1990. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο ο διεθνώς γνωστός Τούρκος συγγραφέας αναπτύσσει, μεταξύ άλλων, με απαράμιλλη αμεσότητα και ευαισθησία, μέσα από μνήμες και εικόνες, το αίσθημα της ανάλαφρης πτώσης, ή πως όταν το σώμα ανάλαφρα ανυψώνεται, ένα κενό το έλκει σε βαθύτερους ιλίγγους και άλλου είδους εξάρσεις, ή ακόμα καλύτερα, πως το σώμα ελαφραίνει και ανυψώνεται, πως ορθώνεσαι την ώρα της πτώσης...

Ο Νεντίμ Γκιουρσέλ γεννήθηκε το 1951 στην Τουρκία. Άρχισε να δημοσιεύει από το 1969. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Μακρύ καλοκαίρι στην Ισταμπούλ (1974), κέρδισε τη μεγαλύτερη λογοτεχνική διάκριση στην πατρίδα του. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικά δοκίμια, ενώ πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Από το 1971 ζει μόνιμα στο Παρίσι, διδάσκει τουρκική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και εργάζεται ως ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (C.N.R.S.) της Γαλλίας. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Ειρήνης Αμπντί Ιπεκτσί (1986), καθώς και με το Βραβείο Ελευθερίας του Γαλλικού Pen Club (1987).

Ιόλη Βιγγοπούλου για το ikariamag.gr