πτήση βαθιά

Γεννήθηκε σε χρόνους δύσκολους. Οκτώ στόματα η φαμίλια, μα οι λέξεις λιγοστές και μετρημένες. Φτώχεια, πείνα, πόλεμος, φόβος, φευγιό. Μεγάλωσε λίγο κι έφυγε. Περπάτησε πολύ και άλλο τόσο κινδύνεψε.

Από τύχη έφτασε στον τόπο τούτο. Άλλο ήλιο του ‘λεγαν θα ‘χει εκεί. Μα κάθε μέρα συννεφιά και οι λέξεις ίδιες. Μόλο που το «φύγε» δεν τ’ άκουγε από το γλυκό στόμα του πατέρα. Άλλοι του το λέγανε, φωναχτά, ψιθυριστά ή με τα μάτια. Που να πάω, έλεγε αυτός, θέλω να ζήσω. Έξω από δω του φωνάζανε τα στόματα και τα βλέμματα. Αν θες εδώ, ζήσε, αλλά όπως θα σου πούμε εμείς, με ράχη σκυφτή. Κι αν μείνεις έτσι μια ζωή , έτσι σου πρέπει. Αν το ‘θελε ο Θεός θα σουν ένας από μας.

– Μα, κι εσείς σκυφτοί είστε κάθε μέρα, είπε…

Σκυφτός ή ξαπλωμένος του ‘παν. Χαμήλωσε τα μάτια, δάκρυα και χαμόγελο μαζί. Κανείς δεν τον είδε την επαύριο, ούτε μετά. Ένα ξύλο χώσανε, χαράξανε πάνω ημερομηνία και “μουσουλμάνος” και τον βάλανε παρέα με τους άλλους. Μήτε όνομα, μήτε πατρίδα.

Εγώ όμως θα πετάξω, ψέλλισε πριν φύγει…πάω να βρω τους άλλους…

Σε όσους δεν αντίκρισαν τα βλέμματα, πέταξαν νωρίς και δεν πρόλαβαν να δουν τη γη της επαγγελίας(;)…σε όσους αγκαλιάζει η θάλασσα και πετάνε στο βυθό της.

 

Γιάννης Κουτελίδας
ikoute@yahoo.com