Έξω απ’ την πορτάρα του αυλόγυρου, εκεί που έπεσε επέρσι ο φίλος μου ο Μιχάλης κ’ έσπασε δυο πλευρά, στέκεται αγέρωχη μια μεγάλη αμυγδαλιά! Αυτή η αμυγδαλιά είναι δικιά μας και την αγαπώ περισσότερο από τις άλλες. Δεν τη φυτέψαμε εμείς, ούτε κανένας πάππους μου, αλλά εγώ λέω με τους φίλους μου ότι είν’ δικιά μας, γιατί εκτός που ανθίζει και αυτή όπως οι άλλες αμυγδαλιές του κόσμου, εδώ έχουμε περάσει τέλεια!
Παλιά συναντιόμασταν όλοι μαζί κάτω από την αμυγδαλιά να πάμε σχολείο! Εγώ είχα πολλά νεύρα για το πρωινό ξύπνημα αλλά δεν έχει καμία σχέση. Και τώρα, που το δημοτικό στο χωριό μου έκλεισε από πρόπερσι, πάλι εδώ μαζευόμαστε και περιμένομε το ταξί να μας πάει Άγιο. Όταν έρχεται το ταξί, δεν έχει ξημερώσει ακόμα και έχω πιο πολλά νεύρα με το ξύπνημα!
Πάνω στον κορμό της έχει πολλά γραμμένα ονόματα. Έχω γράψει και εγώ το όνομά μου πάνω. Όταν ήμασταν μικροί, καταφέρναμε και σκαρφαλώναμε πάνω και βλέπαμε τα καράβια. Είχε και μια κουφάλα που βάζαμε μέσα απόρρητα σημειώματα, όπως τότε που συνεννοηθήκαμε με το Μιχάλη την δικαιολογία που αργήσαμε να πάμε σπίτια μας, παρόλο που είχανε ανάψει οι στύλοι της ΔΕΗ. Μια φορά έμπλασε ο Μιχάλης και τον πήρε ελικόπτερο για Αθήνα γιατί δεν υπήρχε γιατρός στο νοσοκομείο. Ο Μιχάλης ευτυχώς δεν είχε τίποτα αλλά ο Κυρ-Λευτέρης έκοψε τα χαμηλά κλαδιά της, για να μην ξανανέβομε. Βέβαια ήθελε και απόκλαδα για το τζάκι και βαριότανε να πάει στο Βούνιο. Στα πανηγύρια κάθομαι όλο το βράδυ εκεί, γιατί περνάνε και άλλα παιδιά και γινόμαστε φίλοι και παίζουμε όλο το βράδυ!
Οι αμυγδαλιές είναι βιαστικά δέντρα. Δεν περιμένουν την άνοιξη για να ανθίσουν όπως τα άλλα δέντρα, μόνο βγάζουν τα ροζ λουλουδάκια τους στην πρώτη καλοκαιριά του Φλεβάρη. Όταν έρθει όμως ο γρέγος του Μάρτη, τα λουλουδάκια φεύγουνε και μένει πάλι γυμνή. Και καρτερούν μόνες τους τη ζέστη για να πετάξουν φύλλα. Απ’ τη δικιά μας, αμύγδαλα δεν καταφέρνει κανείς να φάει, γιατί τα χαμηλά τα τρώμε πικρά την άνοιξη με τους φίλους μου. Αυτά που δεν τα φτάνουμε, τα μαζεύει η Θειά μου η Μαρία και τα κρατάει να τα βάλει στο κυδώνι.
Εφέτος πάλι οι αμυγδαλιές ανθίσανε πρόωρα. Όμως εγώ δεν ήμουνα σχολειό για να γράψω αυτό το σκέφτομαι και γράφω. Έχασα πολλές μέρες από το μάθημα. Πρώτα που χάλασε ο δρόμος με τις βροχές του Οκτώβρη και του Νοέμβρη και κάνανε ένα μήνα να τον ανοίξουνε. Βασικά ποτέ δεν τον φτιάξανε, βάλανε τα χώματα στην μπάντα για να περνάμε μόνο. Και μετά που κάνανε απεργία τα ταξιά γιατί δεν τους πληρώνανε. Ο Στέλιος ο ταξιτζής, μου είπε ότι μπορεί να σταματήσει για πάντα και να μη με ξαναπάει σχολείο γιατί δεν έχει λεφτά για τη βενζίνη. Ο μπαμπάς μου, μου λέει όμως να μη φοβάμαι. Εμένα δεν με ενοχλεί σχεδόν καθόλου που χάνω το μάθημα αλλά βαριέμαι όλη μέρα στο σπίτι. Βέβαια πάω και στα χωράφια με τον πατέρα μου και μου μαθαίνει η μάνα μου την προπαίδεια απ έξω κι ανακατωτά αλλά δεν είναι σαν στο σχολείο. Επίσης η γιαγιά μου επιμένει να μου μάθει τους νομούς της Ελλάδας και τις κοινότητες της Ικαρίας και δεν μπορεί να καταλάβει ότι αυτά δεν υπάρχουνε τώρα!
Κυρά Δασκάλα, σε παρακαλώ να το διαβάσεις. Θέλω να μου βάλεις βαθμό όπως και στους άλλους. Στο γράφω Μεγαλοβδομάδα, χτες θυμήθηκα πού μας έβαλες την εργασία τότε. Είχα πάει πάλι με τους φίλους μου να φάμε τα πικρά στη δικιά μας.
Για την κακή απόδοση του στρατευμένου παλιμπαιδισμού
Νικολάκης Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com