Εκτός από ιστορίες με φαντάσματα που τις βγάζω από το μυαλό μου και τις πλασάρω για κανονικές, ξέρω και μερικές αληθινές που μου τις έλεγε η γιαγιά μου όταν στο σπίτι είχαμε φακές και πήγαινα να τη βρω για να μου φτιάξει αυγοφέτες.
Είναι βέβαια λιγότερο πρόσφατες. Αυτή που θα σας πω τώρα μετράει τουλάχιστον 80 χρόνια και ίσως και παραπάνω, αλλά δεν πειράζει. Το πέρασμα των χρόνων πολλοί εμίσησαν, το ρετρό κανείς. Τα ονόματα είναι δικά μου γιατί εντάξει αλλά μην το παρακάνουμε κιόλας με την πραγματικότητα.
Τη γιαγιά μου τη Λιλίκα λοιπόν, την έστειλαν οι γονείς της «καλοπαίδι» σε μια άλλη οικογένεια που δεν είχε παιδιά. Όχι τόσο γιατί ήταν καλό παιδί όσο γιατί στο σπίτι τους δεν είχαν τηλεόραση και απ’ ότι καταλαβαίνετε γινόταν το αδιαχώρητο από τα πιτσιρίκια. Εγκαταστάθηκε λοιπόν με το άτεκνο ζευγάρι τον κύριο Φιφίκο και την γυναίκα του την κυρία Φιφίκα που την αγαπούσαν και την φρόντιζαν σαν παιδί τους. Κι εκείνη ανταπέδιδε. Ο κύριος Φιφίκος θα άφηνε όλη την περιουσία του στην τυχερή Λιλίκα. Σκέφτηκε όμως μήπως τακτοποιούσε και τον ανιψιό του Μιμίκο παντρεύοντάς τον με την Λιλίκα γιατί ήταν λίγο «ελαφρύς» και ίσως να τα ΄βρισκε σκούρα στη ζωή. Τους κανόνισε λοιπόν να πάνε σε ένα πανηγύρι μαζί. Στον Άγιο Ισίδωρο.
Η Λιλίκα έβαλε τα καλά της και συνοδευόμενη απ τον Μιμίκο έφτασε στο γλέντι. Και παρ’ όλο που οι καιροί περνάνε, οι Ικαριωτίνες μάλλον παραμένουν οι ίδιες γιατί απ την στιγμή που τον είδαν, γνωρίζοντας την «ιδιοσυγκρασία» του, δεν τον άφησαν σε χλωρό κλαρί. Μια τον χόρευε η μια, μία άλλη, τον έπαιζαν και τον γλεντούσαν. Ανακουφιστικέ η Λιλίκα, είχε καλή δικαιολογία.
-Λιλίκα, της λέει ο κύριος Φιφίκος, πώς σου φάνηκε λοιπόν ο Μιμίκος;
-Καλό παιδί ο ανιψιός αλλά δεν είναι για μένα. Χόρευε όλες τις κοπέλες. Εγώ θέλω κάποιον σοβαρό.
-Αχ βρε Μιμίκο, θάλασσα τα έκανες. Η Λιλίκα δε σε πήρε καθόλου στα σοβαρά. Όλο παλαβάδες έκανες στο πανηγύρι. Θα καταστρώσουμε άλλο σχέδιο. Θα πάς και θα την κλέψεις. Θα της πω εγώ να κοιμηθεί στον πύργο για να ναι μονάχη κι εσύ θα πας το βράδυ να την πάρεις. Αλλά το νου σου, μην την πατήσουμε ξανά, αυτή τη φορά δε θα λες ανοησίες, θα της λες στρογγυλές κουβέντες.
Δέχτηκε ο Μιμίκος και νάτον το βράδυ κάτω απ’ το παράθυρό της να φωνάζει:
-Λιλίκα έλα να σε κλέψω, ντομάτες μανταρίνια πορτοκάλια. Λιλίκα εγώ σε θέλω, μήλα και ροδάκινα.
Ε μην τα πολυλογώ, απ’ ότι θα καταλάβατε κι εσείς δεν έπιασε το κόλπο. Ο Μιμίκος τυφλώθηκε λίγο αργότερα για άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία, αλλά ήταν πάντα χαρούμενος γελαστός και η Λιλίκα παντρεύτηκε τον παππού μου τον Λιλίκο που σαν σωστή Ικαριωτοπούλα είχε καβατζομένο από πριν.
Και ζήσανε αυτοί καλά αλλά κι εμείς, ακόμα την παλεύουμε.
Φιλιά, γιαγιά γελαστερή!
η Φαηδόνα
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Φαηδόνας.