Με τη δεύτερη #IstoriesIkarias

Η μακροβιότητα στο σόι μου πάει σύννεφο. Γενιές και γενιές προγόνων έζησαν μεγάλες ζωές, δρασκελώντας αιώνες. Καλό αυτό, τόσο για τους ίδιους που έφαγαν τη ζωή με το κουτάλι, μα και για μας, αφού μας κληρονόμησαν ιστορίες να λέμε και να γελάμε αναμετάξυ μας (και να παρακαλάμε να πάρουμε τα χρόνια τους).

Ένας από τους αιωνόβιους αυτούς τύπους ήταν και ο προπάπους μου ο Φωτεινός, ο πατέρας της γιαγιάς μου της Αθηνάς. Ήταν από το Πέζι και εκεί έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αναθρέφοντας με την πρόγιαγιά μου εννιά παιδιά. Στρατό ολόκληρο! Μεγαλώνοντας, βέβαια, τα παιδιά σκόρπισαν, είτε σε άλλα χωριά της Ικαρίας, είτε στα καράβια, είτε στην Αθήνα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Φωτεινός θα ήταν πια κοντά στα εκατό. Η γυναίκα του είχε ήδη πεθάνει και ήταν δύσκολο να ζει τελείως μόνος στο Πέζι, οπότε και κατηφόρισε στ’ Αμάλου, στην θεία την Ελευθερία και στον άντρα της, τον Παρασκευά. Τι τα θες, όμως, μεγάλος άνθρωπος πια, είχε έρθει η ώρα του. Άσε που λίγους μήνες πριν, είχε χάσει τον μικρότερο γιο του σ’ ένα μπάρκο και η στεναχώρια τον έτρωγε σαν το σκουλήκι. Κι έτσι, όταν μια μέρα του Σεπτέμβρη τον βρήκε η θεία μου ακίνητο και παγωμένο στο κρεββάτι του, χωρίς μεγάλη έκπληξη, έκανε το σταυρό της, του έκλεισε τα μάτια, τον φίλησε στο μέτωπο και έτρεξε όπως όπως στο καφενείο που διέθετε το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού να ειδοποιήσει τ’ αδέρφια της. Να μαζευτούν όλοι όσο πιο γρήγορα γινόταν, με τα μέσα της εποχής, να τον ξενυχτήσουν, να τον τιμήσουν και να κάνουν την κηδεία κατά πως έπρεπε.

Στο πιτς φυτίλι έφτασαν στο χωριό όσοι έμεναν στην Ικαρία και, μέχρι ν’ αποσώσουν κι οι υπόλοιποι, είχαν κάνει τις πρώτες ετοιμασίες. Τον πλύνανε, τον ντύσανε, τον χτενίσανε. Τον ξάπλωσαν όμορφα και παστρικά στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού, που εξυπηρετούσε σαν κουζίνα και καθιστικό, του σφάλισαν τα μάτια και του έβαλαν μπαμπάκια στ’ αυτιά και στη μύτη. Έπειτα έπιασαν να μαγειρεύουν για τους μουσαφιραίους. Σύντομα, να σου και οι Αθηναίοι. Ασφαλώς, η αιτία της οικογενειακής επανένωσης ήταν τραγική, παρ’όλα αυτά, το Πάλλικο έχει μια εγγενή ροπή προς το γέλιο, το πείραγμα, το γλέντι και τη χαρά της ζωής.

Αναπόφευκτα, λοιπόν, μετά τους πρώτους θρήνους και τις παρηγόριες βρέθηκαν τ’ αδέρφια ν’ αναστορούν και να θυμούνται. Πότε τις διαολιές τους, πότε τα χουνέρια που κάνανε στον πατέρα τους και πως αυτός γινότανε φυτίλι, πότε τα χούγια των γειτόνων, των αντρών τους, των παιδιών τους. Τελειωμό δεν είχαν οι ιστορίες, και δώστου λίγο κρασί ακόμα, και δώστου λίγο φαΐ ακόμα, γιατί την επόμενη μέρα ήταν κι η κηδεία και θα ‘πρεπε να ‘ναι γεροί και δυνατοί, και να τα γέλια και να και τα κλάματα. Με τα πολλά κοντεύει το ξημέρωμα και τελειωμένοι πια από τη στεναχώρια, την κούραση, μα και τα γέλια, πέφτουν όλοι μαζί στο διπλανό δωμάτιο να κοιμηθούν λιγάκι.

Δεν περνάνε πολλές ώρες και τον ύπνο τους διακόπτουν χαρχαλέματα από την κουζίνα. Φαίνεται πως τα γατιά είχαν βρεί τρόπο, μπήκαν στην κουζίνα και κολατσίζανε με τ’ απομεινάρια της προηγούμενης νύχτας. Τρέχουν στην κουζίνα να τα διώξουν και τι να δούν; Ο Φωτεινός όρθιος, καμαρωτός καμαρωτός, με τα μπαμπάκια ακόμα στ’ αυτιά και στα ρουθούνια να ψήνει το καφεδάκι του στο γκάζι και να τ’ ανακατεύει μερακλίδικα, να κάνει το σωστό καϊμάκι, το παχύ. Ίσως αν αντίκριζε το θέαμα η Ελευθερία μονάχη της να της ερχόταν ταμπλάς και να μενε στον τόπο, αλλά δεδομένου ότι οχτώ νοματαίοι ταυτόχρονα βρέθηκαν μάρτυρες στο ίδιο «θαύμα», η κατάσταση διεσώθη τάχιστα. Τα αδέρφια χύθηκαν πάνω στον πατέρα τους, να τον πιάνουν, να τον πασπατεύουν, να σιγουρεύονται ότι είναι εκεί, στ’ αλήθεια, ολοζώντανος, κι εκείνος να τους σιχτιρίζει που κάνουν σαν να ‘δανε φάντασμα και τον πιλατεύουν κοτζάμ άντρα και που τόσες κόρες μέσα στο σπίτι, μια δεν αξιώθηκε να του φτιάξει ένα ρημαδοκαφέ, μεσημέρι κόντευε. Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, πώς γίνηκε και μαζεύτηκαν όλοι τους άξαφνα στ’ Αμάλου;

Με συνοπτικές διαδικασίες η κηδεία ακυρώθηκε, το νέο ταξίδεψε από την Ικαρία στην Αθήνα και πολύ σύντομα όλοι οι απανταχού Καριώτες είχαν ενημερωθεί για την νεκρανάσταση του Φωτεινού που στα 99 του δεν έλεγε ν’ αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο.

Τα χρόνια πέρασαν και ο παππούς πάτησε και πέρασε τα εκατό. Φαίνεται, όμως, πως το σώμα του τον πρόδιδε πιά και οι δυσκολίες της Ικαρίας παραήταν μεγάλο βάρος. Έτσι οι κόρες του τον πήραν μαζί τους στην Αθήνα να μπορέσουν να τον γηροκομήσουν καλύτερα. Να μη στα πολυλογώ, λίγα χρόνια μετά από το «θαύμα» ο Φωτεινός, πραγματικά αιωνόβιος πια, αφήνει, οριστικά, την τελευταία του πνοή. Είναι τώρα η σειρά των Αθηναίων να ειδοποιήσουν τους Καριώτες για το τραγικό γεγονός και να ετοιμάσουν τον άνθρωπο για το τελευταίο ταξίδι του στο νησί.

Ο καφετζής στ’ Αμάλου, αφού ενημερώνεται για τα καθέκαστα, προφταίνει τα νέα στην Ελευθερία. Εκείνη ήταν μόνη της στο σπίτι, ο άντρας της είχε πάει στη Λαγκάδα και όπου να ‘σαι θα επέστρεφε. Με το που τον βλέπει να κατηφορίζει το δρόμο ο γιός του ο Σάββας, πιτσιρικάς, τόσος δα, που καθόλου καλά δεν τα πήγαινε με τον παππού του, γιατί του έβγαζε το λάδι, τρέχει με, ίσως λίγο περισσότερο ενθουσιασμό απ’ όσο άρμοζε στην περίσταση, να δώσει το ραπόρτο:
- Μπαμπά, μπάμπα, επέθανε ο πάππους!

Τον κοιτάει ο Παρασκευάς, κοντοστέκεται και τον ρωτά με δυσπιστία:
- Καλά – καλά;

 

Καλά καλά είχε πεθάνει ο Φωτεινός, βέβαια, με τη δεύτερη τα κατάφερε. Και κλάφτηκε και κηδεύτηκε με δόξα και τιμή εν μέσω σεμνής τελετής. Οι θρηνούντες παριστάμενοι, ασφαλώς, περίμεναν την ανατροπή μέχρι το τελευταίο λεπτό και τα γέλια αυτή τη φορά θα ήταν ακόμα περισσότερα, υποψιάζομαι. Κι αν κάτι μάθαμε από το διπλό θάνατο του παππού είναι ότι το τέλος δεν έρχεται όταν το σχεδιάζεις. Κι ότι, ακόμα κι όταν έρθει, πολλές φορές το γέλιο είναι πιο αρμόζον από τον θρήνο.

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.

ikariastore banner