Μια βόλτα, μια ιστορία, χωρίς τελεία

Θα ξεκινούσε μια βόλτα στηv πόλη, στη μέση της νύχτας, ναι, μια άσκοπη βόλτα στηv πόλη είπε, μπας και μπει σε τάξη ότι υπήρχε στο μυαλό σκέφτηκε, αν υπάρχει τίποτα εκεί, απάντησε δυνατά στον εαυτό του και με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι, θα φορούσε το παλτό, το κασκόλ στο λαιμό και θα έφευγε με την μοναξιά του, μοναδική τον τελευταίο καιρό βραδινή παρέα, θα ξεκινούσε να περιφέρεται αμήχανα στους σκοτεινούς, πολλές φορές μελαγχολικούς δρόμους της, να γυροφέρνει μουδιασμένες σκέψεις εδώ και εκεί, σκέψεις να τακτοποιήσει για την δουλειά, για την ζωή του, τις αγωνίες του, την ανασφάλεια που νιώθει, οι καιροί παράξενοι και άγνωστοι για πολλούς σκέφτηκε, ξεβολεύουν, φορτώνουν στις πλάτες στρυφνή κακοκεφιά και απόγνωση προσπαθώντας έτσι να δικαιολογηθεί στον εαυτό του για την άσχημη διάθεση του, στην Σταδίου φανάρι, τη στιγμή που τα φώτα του αυτοκινήτου του θα ταξίδευαν φευγαλέα στο πρόσωπο του μελαψού παιδιού, και εκείνος θα προλάβαινε να δει τα μάτια του, υγρά, κόκκινα, να τρέμει από το κρύο, ίσως και από αγωνία μήπως η τύχη του θα τον έφερνε μπροστά σε χρυσαυγίτη, να φυλαχτούμε  από αυτούς σκέφτηκε καθώς ανέβαζε το ηλεκτρικό παράθυρο ενοχλημένος από τη παγωνιά, να φυλαχτούμε από τα εμπρός μαρς των πατριωτικών εμβατηρίων τους, με τις γαλανόλευκες, περήφανα κακόγουστα tattoo στο χοντρό τους μπράτσο, να σταθούμε απέναντι τους όμως αν χρειαστεί, να μην φοβηθούμε είπε, να νικήσουμε το γονίδιο του χέστη, να σηκώσουμε ανάστημα για αυτό, ανάστημα για όλα και με μία νευρική κίνηση του χεριού στη ταχύτητα και σύμμαχο το πράσινο να ανοίγει δρόμους μπροστά του, θα επιτάχυνε ανηφορίζοντας στο καθώς πρέπει Κολονάκι, εκεί που το σκηνικό αλλάζει παραισθησιακά με δήθεν ανέμελους μεγαλοαστούς, μόνους, με τις ανασφάλειες τους επιμελώς κρυμμένες κάτω από την επώνυμη μάρκα, τις ψεύτικες ανάγκες στις πλάτες τους, να παριστάνουν εναγωνίως πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, κρύο, θα την σκεφτόταν, είχε καιρό να τη δει, αποθέματα ζεστασιάς πρέπει να ψάξουμε ψιθύρισε, στις σκέψεις των φίλων, να τους θυμηθούμε, να τους αναζητήσουμε, έτσι μπορεί κανείς ίσως να σωθεί, θα συνέχιζε μετά, θα κατηφόριζε στη πλατεία, το Σύνταγμα, κλειστόν, ενοικιάζεται, πωλείται, οι άστεγοι, οι αόρατοι άνθρωποι της Αθήνας παραιτημένοι, παρατημένοι, να κοιμούνται κατάχαμα, να τρυπιούνται σε εισόδους, να βαδίζουν σαν ζόμπι, περνάς δίπλα τους, φόβος για το τώρα πώς, για το μετά τι, η αγανάκτηση έχει αντικατασταθεί από την ατονία, την αδιαφορία, εκκωφαντική σιωπή, το μόνο που κάνουμε καλά είναι να παρακολουθούμε και να σχολιάζουμε τα γεγονότα, δεν με ενδιαφέρει η άποψη σου, με ενδιαφέρει η ζωή σου, θα σκεφτόταν πως θέλει να προχωρήσει, να προοδεύσει ρε, να μην υποκύψει στο γενικό κλίμα, να ανατινάξει το παρελθόν, της ζωής του, της χώρας του αν είναι δυνατόν, για κάτι νέο, άλλο, θα οδηγούσε με ταχύτητα πια τη Συγγρού, ο ορίζοντας που ανοίγει μπροστά του δίνει ανάσες στο μυαλό, τον προκαλεί, η θάλασσα του τάζει, του κλείνει το μάτι, του ψιθυρίζει, τον οδηγεί εκεί, στους γνώριμους δρόμους της δικής του απόδρασης... χειρόφρενο, Πειραιάς πια, στο ραδιόφωνο παίζει Nick Cave, the ship song, το πλοίο θα έστεκε απέναντι του σαν να περιμένει από εκείνον λύσεις, απαντήσεις, εκείνος ανέτοιμος ακόμα, οι σκέψεις μπερδεμένες, περισσότερες, ασυνάρτητες, να ψάχνει την ατομική ευθύνη, πρέπει να αλλάξει, να δώσει τον δικό του τόνο, να προσχωρήσει σε έναν νέο ρεύμα που δεν το βλέπει που δεν υπάρχει, κουράστηκε, μερικές φορές πάλι, αποκαμωμένος, σκέφτεται την φυγή, η φυγή ναι, φαντάζει η μόνη διέξοδος, τσιγάρο, το τραγούδι θα τελείωνε.. σιωπή.. υγρασία, ένα μεγάφωνο σπάει τη νωθρή ησυχία του λιμανιού....

παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπτες όπως εξέλθουν, το πλοίο είναι έτοιμο προς αναχώρηση για όπου... το σκέφτεται

όχι ρε, δεν ζούμε ερήμην μας, θα το αλλάξω όσο μπορώ, αυτό που μπορώ, εδώ, ξέρω πως αυτή είναι μια όμορφή πόλη, μια όμορφη χώρα, θα φώναζε δυνατά, και υπάρχει στους δρόμους της, στους ανθρώπους της κάπου, έστω και έτσι, μια μπάσταρδη υπόσχεση ότι μπορεί να σου πάρει και τα μυαλά... θα γύρναγε πίσω από τη Πειραιώς, ένα παιδί θα του χαμογελούσε στα φανάρια, εκείνος θα του έκλεινε το μάτι, από εδώ και πέρα θα ίπταμαι, του λέει

θα ίπταμαι στην πόλη και όπου πέφτω θα καρπίζω

Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.

ikariastore banner