Η κατάρα του Ηλία Φουντούλη

Ένας κόσμος με απίθανες πιθανότητες! Τι μπορεί να σου συμβεί όταν παίρνεις συνέντευξη από τον Ηλία Φουντούλη χωρίς –ακόμα- να έχεις διαβάσει το βιβλίο του.

Δε θυμάμαι πού πρωτογνωριστήκαμε με τον Ηλία. Δεν πάνε δα και τόσα πολλά χρόνια αλλά είναι που κάνει τόσα πολλά, ενδιαφέροντα και διαφορετικά πράγματα... δεν τον προλαβαίνεις. Από αρχισυνταξία σε εκπομπές μαγειρικής και stand up comedy μέχρι εκπομπές στο Youtube και συγγραφή. Και στο τελευταίο ακόμα, τη συγγραφή, πάλι τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα κάνει: Το πρώτο του βιβλίο ήταν για το ελληνικό γιαούρτι ενώ το δεύτερο, το «Κάτι χαμογελάει στις σκιές» για το οποίο ήθελα να βρεθούμε να τα πούμε, έχει «δεκαεπτά παράξενες, ατμοσφαιρικές, χιουμοριστικές, ενοχλητικές, σκοτεινές ιστορίες για όσους χαμογελούν στις σκιές.”

Νομίζω πρωτομπλέξαμε τα χνώτα μας στο artεις; fest που διοργάνωσε το ikariamag.gr, τον Δεκέμβριο του 2013 στην Αθήνα. Εκεί, συμμετείχε στα εγκαίνια του φεστιβάλ με stand-up comedy. Λίγο μετά, μπήκε στις ελεύθερες πτήσεις του περιοδικού όπου γράφει όποτε το θυμηθεί και τέλος, ήταν το Δεκέμβριο του 2014 όταν παρουσιάσαμε το βιβλίο του για το γιαούρτι, σε ένα διήμερο μας στο Χαλάνδρι, με μία συνέντευξη του να έχει προηγηθεί για το ίδιο θέμα.

Είχα καιρό να τον δω. Είχα το νέο του βιβλίο στα χέρια μου και μια τρομακτική... περιέργεια για τον τρόπο που σκέφτεται αυτός ο φίλος πια και πολυτάλαντος συμπατριώτης μου. Αύριο θα τον έπαιρνα τηλέφωνο για να βρεθούμε. Αυτά σκεφτόμουν ξεκινώντας το "Κάτι χαμογελάει στις σκιές" μέχρι που αποκοιμήθηκα...

Με ξύπνησε μια δυνατή μουσική από τον δρόμο. Κάποιο αυτοκίνητο περνούσε έχοντας στη διαπασών το «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου». Έκανα να βρίσω, ακόμα με τα ματιά κλειστά, όμως τα δόντια μου κροτάλισαν. Ένιωσα το στόμα μου γεμάτο κόκκαλα. Να πάρει! Τι έχει συμβεί; Μήπως φταίει εκείνο το κορν μπιφ που έφαγα πριν ξαπλώσω; Το στόμα μου. Κάτι έχει το στόμα μου. Και γιατί το στρώμα είναι τόσο σκληρό... και κρύο; Κοιτάζω τριγύρω μου και συνειδητοποιώ ότι κοιμάμαι πάνω σ’ έναν τάφο. Ναι, σε τάφο! Πετάγομαι με το σώβρακο κι τρέχω γρήγορα στο μπάνιο. Χωρίς καν να ανοίξω το φως κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

Το στόμα μου έχει αποστεωθεί σ' ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Τι συμβαίνει; Γιατί η μάπα μου μοιάζει με το εξώφυλλο του Φουντούλη; Μου κόπηκαν τα γόνατα. Ζαλισμένος, κάθομαι γρήγορα στη λεκάνη. Κάποιος μου είχε κάνει μάγια; Πρέπει να βρω οπωσδήποτε τον Ηλία να μου τα λύσει. Αμέσως. Ανασαίνω έντονα. Φοβάμαι μην πάθω τίποτα. Προσπαθώ να ηρεμήσω, να ελέγξω την αναπνοή μου. Να εκπνέω αργά και σταθερά. Στην εισπνοή, ακούω κάτι φωνές. Κρατάω την ανάσα μου. Κάποιες γυναίκες τραγουδούν... από κάτω μου! Κοιτώ τη λεκάνη. Καθόμαι σ' ένα πηγάδι! Πετάγομαι πάνω και χώνω μέσα το πρόσωπο μου. Βλέπω νεράιδες να χορεύουν. Πρέπει να βρω τον Ηλία, τούς φωνάζω. Να μου μιλήσει, να μου λύσει τα μάγια.

Αν θες να βρεις τον Ηλία, πρέπει να βιαστείς, μου λέει η πιο όμορφη. Ο μύθος λέει πως ο Ηλίας μόλις μείνει εντελώς καράφλας θα γίνει τόσο σοφός που δε θα χρειάζεται καν να μιλάει. Θα τον βλέπεις μόνο και ή θα γελάς ή θα τρομάζεις. Ή και τα 2 μαζί. Μόνο βιάσουουουουου, σβήνει η φωνή μαζί με τις νεράιδες που χάνονται στο σιφόνι καθώς τραβάω τρομαγμένος το καζανάκι του πηγαδιού! Μια κατσαρίδα προλαβαίνει και πετιέται από μέσα κι εγώ κάνω ακριβώς το ίδιο απο την πόρτα του μπάνιου την οποία και κοπανάω με βρόντο.

Πόσο χρόνο έχω; Πόσες τρίχες έχουν μείνει στ’ αλήθεια στο κεφάλι του Ηλία Φουντούλη; Και πώς θα βγω έξω να το ψάξω μ' αυτή τη μούρη;

Πηγαίνω ξανά στο δωμάτιο μου. Ένα μικρό παιδί είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου. Μοιάζει με εκείνον. Έχει πολλά μαλλιά ακόμα, ευτυχώς. Διαβάζει παραμύθια. Με τον καιρό θα καταλάβει ότι όλα τους είναι πολύ σκοτεινά. Η κοκκινοσκουφίτσα, ο λύκος που έφαγε τη γιαγιά, ο κυνηγός που άνοιξε το στομάχι του λύξου, έβγαλε τη γιαγιά και έβαλε πέτρες, ο λύκος που ξύπνησε, πήγε να πιει νερό και έπεσε μέσα. Αλλά και η Χιονάτη με το δηλητηριασμένο μήλο, η Ωραία Κοιμωμένη. Αργότερα θα συνηδειτοποιήσει πόσο μαύρα είναι όλα αυτά. Θα πάρει και θα ξαναδιαβάσει του Αδερφούν Γκριμ, τον Άντερσεν.

Προσπαθώ να του μιλήσω μα δε βγαίνει φωνή από το σκελετωμένο στόμα μου. Διάολε! Κάτι πρέπει να κάνω. Τρέχω στο τηλέφωνο της κουζίνας. Σχηματίζω τον αριθμό του γείτονα μου. Είναι αστυνόμος. Αλέξανδρος Κόης. Γατόνι! Περιμένω. Δεν απαντά. Μάλλον θα είναι σε περιπολία. Απόψε βρήκε κι αυτός;

Κάθομαι στο γραφείο μου στο σαλόνι. Ανοίγω το λαπ τοπ. Να γκουγκλάρω. Τι να γκουγκλάρω; Πώς να περιγράψω αυτό το τρομαχτικό μειδίαμα; Είναι.... Είναι.... Κάτι που χαμογελάει στις σκιές.

Τα αποτελέσματα με τρομάζουν.

Ένα πλήθος ανθρώπων έχει πάθει ακριβώς το ίδιο μ' εμένα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, αυτό συνέβη σε όσους έβγαλαν παρόμοια φωτογραφία πριν διαβάσουν το βιβλίο. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε: Η Κατάρα του Ηλία Φουντούλη. Πρέπει να βρω κάποιον ομοιοπαθή να μάθω πώς έγινε καλά. Ή τον ίδιο τον Ηλία. Κι αν δεν έγινε κανείς καλά; Αν μείνω έτσι για πάντα; Η οθόνη του υπολογιστή αλλάζει κάτι που προς στιγμήν με τρόμαξε. Γρήγορα συνέρχομαι όταν συνηδειτοποιώ ότι δέχομαι κληση μέσω skype από τον Ικαριώτη Στέφανο Γλαρό. Ο Στέφανος είναι ντεντέκτιβ στη Σάμο και τον γνώρισα από τον Ηλία.

Πατάω ΑΠΟΔΟΧΗ, ανοίγει η κάμερα και βλέπω τον Στέφανο να είναι στην ίδια ακριβώς κατάσταση με εμένα.
- Ρε φίλε, τι πάθαμε;
- Έκανες κι εσύ το ίδιο λάθος; Φωτογραφήθηκες πριν διαβάσεις το βιβλίο;
- Ναι αλλά δεν το ήξερα.
- Τώρα είναι αργά.
- Στέφανε, πρέπει να τον βρω, δεν υπάρχει πολύ χρόνος. Πρέπει να τον βρω πριν γίνει εντελώς γλόμπος.
- Δε ξέρω, ρε φίλε. Μάλλον θα είναι στην Ικαρία. Μπορείς να πας;
- Πώς να πάω τέτοια ώρα; Θα προσπαθήσω.
- Πες του και για μένα, σε παρακαλώ. Και αν μπορεί, να μεσολαβήσει για να αναιρέσει τη δυσμενη μου μετάθεση και να επιστρέψω στο νησί.
- Εντάξει. Σε αφήνω, πρέπει να βιαστώ.

Σηκώνομαι από τον υπολογιστή, στρέφομαι προς το σαλόνι και βλέπω τον Ηλία να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση. Παιδί ακόμα, πιο μεγάλο βέβαια και οι κρόταφοι του έχουν αρχίσει να αραιώνουν.  Κοιτάζω εκεί που κοιτάζει. Η τηλεόραση δείχνει μία βίαια ματωμένη σκηνή και ο Ηλίας την ρουφά με τα μάτια του. Όμως, πριν προλάβει να κορυφωθεί αυτό που βλέπει, μπαίνει μέσα η μητέρα του και του κλείνει την τηλεόραση. Για κάποιον λόγο δεν τον αφήνουν να δει θρίλερ. Οπότε κι εκείνος ξεκινά να διαβάζει βιβλία τρόμου γιατί έχει περιέργια πώς περιγράφεις κάτι που οπτικά σε τρομάζει ή σε σοκάρει. Με τον καιρό διαπιστώνει ότι αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Διαβάζει πάρα πολλά τέτοια βιβλία. Και όταν ξεκινά να γράφει, το χέρι του μοιραία πηγαίνει προς τα εκεί.

Και κάπως έτσι περνά από τα παραμύθια στον τρόμο και αρχίζει να σκέφτεται... ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΑΝ! Βλέπεις μια σκηνή στην καθημερινότητα να εκτυλίσσεται ομαλά και σκέφτεσαι οκ αλλα τι θα γινόταν αν κάτι πήγαινε λίγο στραβά και τι θα έκαναν οι ίδιοι χαρακτήρες που δεν τους ξέρεις αλλα τους βλέπεις και προσπαθείς να τους περιγράψεις; Τον βλέπω να μεγαλώνει και άλλο, ν' αραιώνουν ακόμα περισσότερο τα μαλλιά του.

Μήπως αυτό είναι η λύση, σκέφτομαι; Τι θα γινόταν, ας πούμε, αν σήκωνα ένα πιστόλι τώρα και έκανα πως σημαδεύω τον Ηλία; Ούτε έτσι θα μπορούσα να του αποσπάσω την προσοχή για να μου μιλήσει; Ανοίγω το συρτάτι του γραφείου μου και βρίσκω ένα περίστροφο. Δεν είχα κανένα όπλο φυλαγμένο εκεί –ούτε και πουθενά αλλού βέβαια- μέχρι στιγμής αλλά αυτό δεν κάνουν οι ήρωες στις ιστορίες όταν βρίσκονται σε κίνδυνο; Το πάνω συρτάρι του γραφείου τους δεν ανοίγουν; Δίπλα στο δικό μου όπλο όμως, υπάρχει ένα χαρτάκι με οδηγίες: ΑΦΑΙΡΕΣΤΕ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΣΤΟΧΕΥΣΤΕ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ, ΠΙΕΣΤΕ ΤΗ ΛΑΒΗ.

Σε ποιο κέντρο να στοχεύσω; Του τοίχου; Στο τζάκι; Σηκώνω το χέρι μου και σημαδεύω. Μα τι εννοεί; Τι να κάνω; Η κάνη, το κεφάλι του και το τζάκι ειναι στην ίδια ευθεία. Ηλία, τι να κάνω;

Ξαφνικά εκείνος γυρνά προς το μέρος μου, με βλέπει με το πιστόλι στο χέρι, σηκώνεται απότομα και δίνει ένα σάλτο μέσα στο τζάκι το οποίο μοιάζει πια με σπηλιά. Μια σπηλιά χωμένη σ’ έναν πέτρινο λόφο. Τον παίρνω στο κατόπι. Χώνομαι μέσα στο άνοιγμα της. Μυρίζει θάλασσα. Δε τον βλέπω, ούτε καν στο βάθος. Τρέχω, αρχίζει το έδαφος να κατηφορίζει, το ίδιο κι εγώ. Η κατηφόρα γίνεται πια τόσο απότομη που κουτρουβαλάω πάνω στην ανώμαλη τσουλήθρα του εδάφους μέχρι που πέφτω ξαφνικά έξω, από την άλλη πλευρά της σπηλιάς. Αιωρούμαι για λίγα λεπτά στον αέρα και σκάω πάνω σε κάτι μαλακό.

Είναι μια διπλωμένη αυλαία. Σηκώνω το κεφάλι μου, βρίσκομαι στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Μια σκηνή έχει πρόχειρα στηθεί, καρέκλες τακτοποιημένες σε σειρές, και κόσμος να κάθεται. Δεν υπάρχει ούτε μία καρέκλα κενή. Γύρω τους, όρθιοι κινέζοι μαφιόζοι με όπλα ανα χείρας έχουν περικυκλώσει τον κόσμο κοιτώντας ευθεία μπροστά. Κανείς δε μιλάει. Επικρατεί απόλυτη σιωπή. Μόνο τη θάλασσα ακούς.

Και ξαφνικά... χειροκροτήματα. Στη σκηνή ανεβαίνει, ο Ηλίας... Νέος πια, παλικάρι, σχεδόν όσο είναι τώρα. Τον λες και ψιλοκαράφλα. Καλά, γιατί έχει βάλει κινέζους μαφιόζους να τρομοκρατούν το κοινό του; Είναι έτοιμος να παρουσιάσει το νούμερο του. Από τότε που άρχισε να εμπλέκεται με το stand-up comedy, άλλαξε και ο τρόπος γραφής του. Φυσικά υπήρχαν και από πριν ίχνη χιούμορ είτε στους χαρακτήρες είτε στους διαλόγους του αλλά όταν αρχισε να γράφει τα κείμενα του με τη δομή που απαιτεί το stand up [δίνεις μια πληροφορία τόσο όσο και αμέσως μετά την ανατρέπεις με κάτι χιουμοριστικό], κατάλαβε πως αυτό ταιριάζει πολύ να το δοκιμάσει σε κάποιες ιστορίες. Σε κάποια από τα παλιά κείμενα του, υπάρχει η αίσθηση του αναπόφευκτου, του μαύρου, από την αρχή μέχρι το τέλος, κάτι που αρέσει σε πολλούς αναγνώστες του. Σε κάποια άλλα όμως, εγχειρεί αυτή την κωμική – ανατρεπτική διάθεση. Είναι που στην πορεία έμαθε να κρύβει πράγματα και να φέρνει την ανατροπή ξαφνικά.

Ο Ηλίας ετοιμάζεται να πει την πρώτη ιστορία που έγραψε και υπάρχει και μέσα στο βιβλίο. Ένας από τους λόγους που ξεκίνησε να γράφει, Δευτέρα Λυκείου, ο καθηγητής των αγγλικών του τον προετοιμάζει για το Proficiency. Ζητούμενο τότε ήταν να αρχίσεις ή να τελείωσεις μια έκθεση με κάποιες συγκεκριμένες λέξεις. Πάντα διάλεγε αυτό το θέμα! Ο καθηγητής του, καποια στιγμή του είπε ότι έχει... κάτι η γραφη του που πρωτα διαβαζει την έκθεση για να δει τι θα γίνει και μετά για να τη διορθώσει. Αυτό εξίταρε τον Ηλία. Και πήρε δύναμη για να συνεχίσει. 

Τον βλέπω. Παίρνει βαθιά ανάσα. Στέκεται μπροστά στο κοινό, μ’ ένα μικρόφωνο, έτοιμος για όλα.

Επεισοδιακή ακρόαση θες, Ηλιά μου; ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΑΝ... φέρω το χέρι μου στο ύψος του κεφαλιού σου και... σε πυροβολίσω;

Στιγμή δε διστάζω, σηκώνω το χέρι και... νιώθω ένα χτύπημα στον αυχένα που σχεδόν χάνω τις αισθήσεις μου. Την ώρα που σωριάζομαι κάτω και όλα αρχίζουν να τρεμοπαίζουν, κάποιος με σέρνει στο βρόμικο πάτωμα. “Malo, Malo Griego. Vete”. (Φύγε, Κακέ Έλληνα). Με σηκώνει σα σακί και με ρίχνει απ' το ψηλό κατάστρωμα μέσα στη θάλλασα. Τα κιλά μου με βοηθούν να πέσω γρήγορα προς το νερό αλλά λίγο πριν το ακουμπήσω, μια δαγκάνα με αρπάζει και με τραβάει μέσα σε ένα... διαστημόπλοιο!

Με κομμένη ανάσα κοιτάζω τον πιλότο θέλοντας να τον ευχαριστήσω. Εκείνος απλώνει το χέρι του για να με σταματήσει, ως ένδειξη ότι δε χρειάζεται. Όπως μου εξηγεί, ονομάζεται Γεράσιμος Καρούπας και δε θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να μη με σώσει από μια τέτοια «επαφή με τη θάλασσα». Ελάχιστα καταλαβαίνω αλλά πριν καλά καλά του πω το οτιδήποτε, έχουμε προσγειωθεί πάνω σ' ένα βουνό. Με αφήνει, βάζει μπρος και αρχίζει να χάνεται ψηλά στον ουρανό.

Κοιτάζω τριγύρω. Γνώριμα βράχια. Μα ‘ναι, είμαστε στην Ικαρία! Εδώ σίγουρα κάτι θα βρω. Στο νησί ο Ηλίας μπορεί να μη γράφει αλλά εμπνέεται και σκέφτεται. Βλέπεις, είναι ένα μέρος γεμάτο σουρεαλισμό! Γι’ αυτό και εκείνος κρατάει πάντα σημειώσεις στο μπλοκάκι του. Μπορεί να είναι πολύ μεγαλος φαν του Stephen King, ο οποίος είχε πει οτι δεν πιστευει στο μπλοκάκι σημειώσεων γιατι αν μια ιδέα ειναι καλή θα σου ξανάρθει αλλά ο Ηλίας το έχει πάντα μαζί. Συμφωνεί βέβαια πως το μυαλό σκέφτεται με συγκεκριμένους τρόπους. Αν δεις κάτι που σου γεννησε μια ιδέα, την επόμενη φορά που θα το ξαναδείς, θα σου την ξαναφέρει στην επιφάνεια. Του ‘χει τύχει και αυτό αλλα κουβαλάει και το  μπλοκάκι του όπου πηγαίνει. Ίσως γι’ αυτό στις ιστορίες του θα βρεις πολύ έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία να ξεχωρίζουν. Το ίδιο κάνει και στην Ικαρία.

Αν ψάξω καλά το νησί λοιπόν, ίσως βρω κάποια σημείωση του που να εξηγεί πώς να γιατρευτώ από την Κατάρα. Σε πολλά μπορεί να οφείλεται αυτή η μεταμόρφωση μου. Είναι τόσο ανομοιόμορφες οι ιστορίες σ' αυτό το βιβλίο που δεν ξέρω ποια μπορεί να με επηρέασε. Και δεν είναι όλες τρόμου. Δεν έχει σπλατεριές αλλά υπάρχει το σκληρό στοιχείο σε πολλές από αυτές. Ακόμα και με την έννοια της αηδίας. Από αστικό και υπερφυσικό τρόμο, μέχρι αστυνομικές και σουρεαλιστικές ιστορίες. Απ’ όλα. Γι’ αυτό και ο  καθένας τού λέει και μια διαφορετική ιστορία ως την αγαπημένη του. Τους κάλυψε όλους. Στον καθενα κάνει κλικ και κάτι διαφορετικό. Εμένα όμως τι με μόλυνε από αυτή τη συλλογή σκοτεινών και ατμοσφαιρικών ιστορίων με δόση χιούμορ; Πού να κρύβεται άραγε η λύτρωση μου;

Αρχίζω και τρέχω στα βουνά. Στο βάθος βλέπω το αεροδρόμιο της Ικαρίας. Κόσμος μαζεμένος. Τι περιμένουν; Τρέχω ακόμα πιο γρήγορα, σκοντάφτω και πέφτω κάτω. Κοιτάζω πίσω και βλέπω ένα μπλοκάκι. Να το, αυτό είναι. Σκύβω και το μαζεύω. Το ξεφυλλίζω.

Δε μπορεί, δεν είναι δυνατόν. Έκανα λάθος. Είναι του Ηλία αλλά είναι το δεύτερο του. Έχει και ένα μπλοκάκι ΥΠΝΟΥ. Βλέπει παράξενα όνειρα, ξέρεις, από εκείνα που ξυπνάς και λίγο πριν φύγει η αστερόσκονη του ονείρου που σβήνει και χάνεται, κρατάς παράξενες σημειώσεις που το πρωί τις διαβάζεις και δε βγάζεις άκρη. Αλλά εκείνος μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιες λέξεις απ' αυτές και κάτι να φτιάξει. Όμως γιατί βρίσκω το μπλοκάκι αυτό; Μήπως βρίσκομαι σε κάποιο όνειρο του; Ελπίζω όχι, γιατί ο Ηλίας στην Ικαρία βλέπει σουρεαλιστικά όνειρα. Τι μπορεί να βλέπει αυτή τη φορά;

Τις σκέψεις μου διακόπτει ο θόρυβος από τη μηχανή ενός αεροπλάνου που προσγειώνεται.  Τρέχω στο φράχτη του αεροδρομίου να προφυλαχτώ γιατί το αεροπλάνο χαμηλώνει επικίνδυνα πάνω απ' το κεφάλι μου. Προσγειώνεται, η σκάλα τοποθετείται και αρχίζουν να αποβιβάζονται εκπρόσωποι από κάθε θρησκεία του Κόσμου: Ιμάμηδες, Καρδινάλιοι, Βουδιστές, όλοι, έχουν έρθει στην Ικαρία, λέει, για ένα θρησκευτικό τελετουργικό που θα λάβει χώρα εδώ. Στο τέλος της σκάλας, περιμένει να τους υποδεχτεί ένας κοντός κύριος. Δεν τον βλέπω γιατι είναι πλάτη.

Ποιός είναι;

Όσο οι θρησκευτικοί ταγοί του πλανήτη κατεβαίνουν τη σκάλα και τον ασπάζονται, εγώ έχω καβαλήσει τον φράχτη, πηδάω μέσα και τώρα τρέχω, τρέχω στον αεροδιάδρομο για να δω ποιος είναι αυτός που τους υποδέχεται. Φτάνω κοντά, με αγωνία, σε απόσταση αναπνοής. Τον τραβάω από τον ώμο, γυρνάει προς το μέρος μου και είναι... ο Σπύρος Μπιμπίλας!

Για όνομα του θεού, Ηλία!

Πετάγομαι από το κρεβάτι κάθιδρος. Τι εφιάλτης! Δίπλα στο μαξιλάρι μου βλέπω το βιβλίο του. Το αρπάζω και διαβάζω την αστεία αφιέρωση που μου είχε γράψει όταν μου το χάρισε. Χαμογελώ. Ηρεμώ. Πώς γίνεται ένας τόσο γλυκός, σχεδόν με παιδική αθωότητα άνθρωπος, να περνά έτσι στην τρομαχτική πλευρά των πραγμάτων; Έτσι άφοβα, αβίαστα και με χαμόγελο. Θυμάμαι πάλι την λατρεία του για τον Stephen King. Ήταν από τις πρώτες του ελεύθερες πτήσεις στο ikariamag.gr. Το βλέμμα μου πέφτει στην υπογραφή του, στο τέλος της αφιέρωσης. Τη φαντάζομαι στα αγγλικά. ELIAS FOUDOULIS. Μακάρι να γράψει και άλλα, να μεταφραστεί κι αυτός σε πολλές γλώσσες όπως το ίνδαλμα του. Ξαφνικά, κάτι λαμπυρίζει. Τα γράμματα της αγγλικής του υπογραφής αρχίζουν να ξεπετιούνται από το χαρτί. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Μα τι έγινε πάλι; Αφού ξύπνησα. Αφού ήταν όλα ένα όνειρο. Πάει να μου πέσει το βιβλίο όταν τα βλέπω στη συνέχεια να μετακινούνται και να αλλάζουν θέσεις σ' έναν αποκαλυπτικό αναγραμματισμό. Αρχίζει σιγά σιγά κάτι να σχηματίζεται. Το διαβάζω:

Usual Dies Folio (Σελίδα συνηθισμένων θανάτων)

Ο Ηλίας Φουντούλης περνάει στην ανάποδη -κωμική ή τραγική- πλευρά των απλών πραγμάτων.

Σηκώνομαι. Το κρεβάτι μου βρωμάει. Πρέπει όμως να γράψω. Αφήνω σημείωμα στο προσκέφαλο:

Παρακαλώ πλύνετε τα σεντόνια.

 

Δε μπορείς να αρνηθείς το γέλιο. Όταν προκύπτει, κάθεται στην αγαπημένη σου καρέκλα και παραμένει εκεί όσο το επιθυμεί.
Stephen King

Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr

- Βρείτε βιβλία του Ηλία Φουντούλη και άλλες εκδόσεις Ικαρίων στο εκδοτικό ράφι του ikariastore.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνος Βατούγιου.