Ποτέ δεν συμπαθούσα τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Βυθιζόμουν και εγώ σ αυτήν τη μουντάδα και την κατάθλιψη, όπως και πολλοί άλλοι.

Έφτασαν τα Χριστούγεννα, θα είμαστε πάλι καλοί, θα αγαπάμε τα παιδάκια κι όλο τον κόσμο, με αγαθές ψυχές, να τραγουδάμε ευλαβικά, ωσάν να μην αμαρτήσαμε ποτέ, το Άγια Νύχτα και άλλα τέτοια. Αυτό είναι το σποτάκι το διαφημιστικό των Χριστουγέννων. Και όπως οι περισσότερες διαφημίσεις, είναι παραπλανητικό.

Αυτή η πτήση λοιπόν γράφεται σε ένα παρακμιακό δωμάτιο ξενοδοχείου σε μια πόλη της Ελβετίας. Το δείπνο έχει μόλις τελειώσει. Δείπνο του κώλου δηλαδή, αλλά τέλοσπαντων..

“Γειά σας! Σας στέλνω από το μακρινό Σαν Φρανσίσκο! Είμαι η δασκάλα μιας τάξης μαθητών με Ελληνικές ρίζες που έρχονται στο Ελληνικό σχολείο δύο φορές την εβδομάδα για να μάθουν την Ελληνική γλώσσα και τις παραδόσεις….
…Φέτος ονομάσαμε την τάξη μας Ικαρία!”

Τούτο το τεύχος της «πυξίδας» τυχαίνει μέσα στην αναμονή των γιορτινών ημερών, των τόσο όμορφα στολισμένων όχι με τα λαμπάκια του Βαυαρικού Χριστουγεννιάτικου δέντρου, μα με στιχάκια και κουβέντες από τα όμορφα έθιμα του Καριώτικου λαού, με πρώτο και καλύτερο τον Αη Βασίλη!

Αγαπητέ μου αϊ-Βασίλη, με λένε Κώστα. Είμαι αυτός που ντρέπεται για την καταγωγή του και την κρύβει, ελπίζω να με θυμάσαι από πέρσι. Τη χρονιά που πέρασε δεν ήμουν πολύ καλός, ύστερα όμως από μια μικρή έρευνα που έκανα διαπίστωσα ότι ήμουν λιγότερο καθίκι από τους υπόλοιπους. Άρα σου στέλνω τα αιτήματά μου χωρίς τύψεις.

Ο Κωνσταντίνος μου έστειλε τα κάλαντα, δεν είναι πολλά, δεν ξέρω αν είναι όλα. Πρέπει να τα μάθω απέξω!! Τα λέω τα ξαναλέω τα ξαναλέω, κάνω λάθος το ρυθμό, κάποια δε μου βγαίνουν, θα δω και πώς τα λένε οι άλλοι.. ο Καρνέρης τα ξέρει ωραία, μαζί του θέλω να πάω!

Δεν θυμάμαι πόσων ετών ήμουν ακριβώς εκείνα τα Χριστούγεννα. Ήμουν γυμνάσιο πάντως. Η μαμά εκείνη τη χρονιά αποφάσισε να κατέβουμε κάτω για τις γιορτές και εγώ είχα ξινίσει τουλάχιστον.

Αγαπητέ μου αϊ-Βασίλη, με λένε Κώστα, είμαι τόσο χρονών που δε με συμφέρει να το θυμάμαι και κατάγομαι από ένα χωριό που δε θέλω να θυμάμαι γιατί μου χαλάει το image.

Η Καλή μπήκε στην κουζίνα, φορώντας την ποδιά και ένα καλοκαιρινό καπελάκι με ζωγραφιστά λουλουδάκια. Ο γιος της που έπινε τον πρωινό καφέ του (μεσημέρι ήτανε) παραξενεύτηκε – η μάνα του είχε κλείσει τα ογδόντα αλλά λωλάδες δεν έκανε, συνήθως.

Σελίδες