Νοσταλγός του rock ‘n’ roll

Τελευταία, με τις αμέτρητες συζητήσεις και διαπιστώσεις για το πόσο πίσω γυρνάμε προσπάθησα να πάω πίσω στο χρόνο και να βρω κάτι από εκείνη την εποχή που να είναι πολύ ευχάριστο. Ήθελα να βάλω τα δάχτυλα κάπου, να σκαλίσω και να βγει στην επιφάνεια η αισιοδοξία και πλούσια συναισθήματα. Πέρασαν δυο τρεις μέρες μέχρι που άκουσα μια μελωδία που μου θύμισε ένα παλιότερο τραγούδι του ’90 κι εκείνο με τη σειρά του με πήγε ακόμη μία δεκαετία πίσω.

Βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο με πολλούς φίλους και σχεδόν όλους τους συμμαθητές (και τις συμμαθήτριες εννοείται, κυρίως αυτές). Ακούγαμε μουσική και χορεύαμε ασταμάτητα. Πίσω από το πικάπ και το κασετόφωνο δεν στεκόταν ο πιο «διαβασμένος» αλλά ο ιδιοκτήτης του ηχοσυστήματος. Τότε τα καλά στερεοφωνικά ήταν μετρημένα στα δάχτυλα, συνήθως τα έφερνε κάποιος πατέρας, μετανάστης ή ναυτικός, από την Τζέντα ή από την Αμερική οπότε η αξία τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν επιτρεπόταν να τα αγγίζουν ξένα χέρια.

Κι αυτός ο τύπος που έκανε τις επιλογές των κομματιών ήταν κατά περίπτωση ο πιο αγαπητός ή ο πιο μισητός. Δεν ήταν θέμα ζήλιας για το απόκτημά του. Ήταν το γεγονός ότι όλη η παρέα εξαρτιόταν απ’ αυτόν. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους εκλιπαρούσε για ένα τραγούδι. Πάντα υπήρχε μία παραγγελιά να ακουστεί για να βρούμε το πρόσωπο που μας ενδιέφερε και να χορέψουμε το πολυπόθητο μπλουζ.

Η αναζήτηση γινόταν δήθεν στα τυφλά ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαμε χάσει τον έρωτά μας ούτε στιγμή από τα μάτια μας, Ξεκινούσαμε να κρατιόμαστε με τα χέρια τεντωμένα κι ένα ηλεκτρισμένο κενό ανάμεσα στα κορμιά για να καταλήξουμε, πολλές ώρες αργότερα, να αγκαλιαστούμε όσο πιο σφιχτά γίνεται. Σε μια εποχή που το πιο ανεπαίσθητο άγγιγμα μετρούσε ως ουσιαστική επαφή σε αντίθεση με το σήμερα που η εύκολη σαρκική επαφή μπορεί να είναι και εντελώς αδιάφορη. Σε μια εποχή που ένα μπουκάλι, αν υπήρχε, ήταν αρκετό για να ευθυμήσει όλη η παρέα σε αντίθεση με το σήμερα που πολλοί καταναλώνουν μόνοι τους ολόκληρη τη φιάλη ως απαραίτητη προϋπόθεση για να επικοινωνήσουν και να ανοιχτούν. 

Αδημονία και λαχτάρα μέρες πριν το πάρτι. Βοήθεια στον οικοδεσπότη για τις προετοιμασίες, μεγάλη απογοήτευση για εκείνη που δε θα ερχόταν λόγω αυστηρών γονιών. Φαντασία, συνομωσίες, πονηρά σενάρια και σκηνοθεσία για να είναι εκεί όλοι και όλες, για να μπορέσουν κάποια ζευγαράκια να βρεθούν ανενόχλητα στο μπαλκόνι ή στο υπνοδωμάτιο. Για να επιστρέψουν στο σπίτι τους πολύ αργότερα από το τελεσίγραφο της μάνας.

«Μόνο της καρδιάς μας μας συνέπαιρνε η φόρα μα δεν πάθαμε και τίποτα κακό». Τόση ομορφιά και τόσος έρωτας, αμέτρητα όνειρα που δεν μπορούσε κανένας να αμφισβητήσει γιατί τ’ άλλα παιδιά που προπορεύονταν λίγα χρόνια, εκείνα που είχαν αποφοιτήσει, είχαν ήδη κάνει τις επιλογές τους, έβρισκαν το δρόμο τους εύκολα και χωρίς απογοητεύσεις.

Έλλειψη προβληματισμού, αφέλεια, ρηχή σκέψη; Ε! Και; Υπήρξε κι ευτυχώς υπάρχει ακόμα μια ηλικία που δικαιολογεί και νομιμοποιεί σχεδόν τα πάντα. Αρκεί να μπορείς να χαράξεις στον κορμό της ψυχής σου την ημερομηνία ή ολόκληρη την τρυφερή και ανέμελη εποχή που κι εσύ ήσουν εκεί.

Γιάννης Κέφαλος
kefalos@ikariamag.gr

Ο τίτλος και η φράση στα εισαγωγικά της προτελευταίας παραγράφου ανήκουν στο Γιάννη Γιοκαρίνη.

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Κέφαλου.

ikariastore banner