Τουλάχιστον, σου έμεινε η Ικαρία! #IstoriesErota

Την Κούλα την γνώριζα πολλά χρόνια, από το σχολείο στην Αθήνα. Επρόκειτο, όμως για μια απλή γνωριμία, δεν κάναμε ποτέ παρέα, ούτε ήξερε πως κρατάω από την Ικαρία. Μπορεί να μην με συμπαθούσε κιόλας, σίγουρα πάντως δεν βρεθήκαμε ποτέ «κοντά» σε τίποτα.

Εγώ ξεκίνησα να έρχομαι διακοπές στο νησί σε ηλικία που πάει κανείς διακοπές μόνος, χωρίς τους γονείς του. Και αφού είχα γυρίσει ως έφηβη όλα, σχεδόν, τα ελληνικά νησιά, κατέληξα στο «λιμάνι» μου, στο δικό μου νησί.

Έκτοτε, και ενώ δεν μπόρεσα ποτέ να με συγχωρέσω που δεν είχα πάει νωρίτερα, θέλω να πηγαίνω κάθε καλοκαίρι. Για την ακρίβεια θέλω το μεγαλύτερο μέρος της άδειας μου να το αφιερώνω εκεί. Κάθε Αύγουστο όλο και κάποια Αθηναϊκή παρέα θα «μυήσω» στο νησί, έχει γίνει πλέον παράδοση.

Η Κούλα είχε επισκεφθεί πρώτη φορά το νησί συνοδεύοντας ένα ηλικιωμένο ζευγάρι θείους της που πήγαιναν για ιαματικά μπάνια. Ήταν μόνη,  και καθώς είχε ελεύθερο το καλοκαίρι λόγω εργασίας και δεν είχε πώς να το γεμίσει, και παρότι το πακέτο των ιαματικών λουτρών δεν ακουγόταν πολύ ελκυστικό για ένα νέο άνθρωπο, αποφάσισε να πάει για τη θάλασσα και να γνωρίσει ένα νησί για το οποίο δεν είχε ακούσει τίποτα ως τότε. Έμεινε μόνο στην Νότια πλευρά, στα Θέρμα, γιατί δεν είχε και μεταφορικό μέσο. Της άρεσε, όμως, και από τότε ήθελε να έρχεται στην Ικαρία κάθε χρόνο, με τους θείους που και αυτοί έγιναν θαμώνες.

Έτυχε, λοιπόν, μέσω μίας κοινής παρέας μέσα στο χειμώνα, να μιλήσουμε και να μου περιγράψει το πόσο έχει ενθουσιαστεί με το νησί και πόσο θα ήθελε να γνωρίσει και το υπόλοιπο, κυρίως τη βόρεια πλευρά, τη Λαγκάδα και τα λοιπά διάσημα σημεία για το οποία, εντωμεταξύ είχε ενημερωθεί.

Εγώ ήμουν πάντα ανοιχτός άνθρωπος και δεν σκέφτηκα καν μήπως δεν ταιριάξουμε για διακοπές. Ήξερα πως όλοι όσοι μπορούν να μπουν στο κλίμα του νησιού, χωρούν στην παρέα και αν ακόμα τελικά δεν ενδώσουν, παρά τις προσπάθειές μου, εγώ, και πάλι, καλά θα περάσω και θα έχω να το θυμάμαι.

Έτσι λοιπόν, όπως στο, παρελθόν, έχω προσκαλέσει ανθρώπους που δεν γνώριζα καλά, αλλά και εγώ η ίδια έχω μοιραστεί δωμάτια με φίλους φίλων που δεν είχα ξαναδεί ποτέ, είπα και σε εκείνη  «Έλα!» Και, ως συνήθως, της παραχώρησα και το δωμάτιο μου. Τότε ακόμα νοίκιαζα στον Αρμενιστή ή στον Εύδηλο, ώστε να μην ενοχλώ στο χωριό και να μην κουβαλώ και ένα τσούρμο αγνώστους κάθε χρόνο. Και ήρθε.

Κατά τη διάρκεια των διακοπών μού εξιστόρησε την δική της ιστορία έρωτα στο νησί που ήταν, ίσως, και ένας από τους λόγους που το αγάπησε. Εκείνος κλασσικός Καριώτης από αυτούς τους θεότρελους που δεν μπορείς να βασιστείς πάνω τους. Εκείνη πιο πρακτική στη σκέψη. Και αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε εύκολα να το χωνέψει και ας την είχε συνεπάρει.

Ήταν μεγάλος σε ηλικία – όχι πως υπάρχουν ηλικίες στην Ικαρία, είπαμε – και έτσι η κοπέλα κράτησε αυτήν την περίεργη σχέση κρυφή. Οι θείοι της, μαζί με τους υπόλοιπους ηλικιωμένους θαμώνες των λουτρών, είχαν πλέον φτιάξει την δική τους μικρή κοινωνία γνωστών στην οποία, κατά τη γνώμη της, δεν θα αντηχούσε ωραία η είδηση πως ερωτεύτηκε κάποιον που θα μπορούσε να είναι πατέρας της.
Μα δεν ήταν και ακριβώς σχέση, όπως τη φανταζόταν, όπως ήταν λογικό ή όπως την ορίζουν τα κοινά ήθη…οπότε τι να πει; Είχε ή δεν είχε δεσμό; Χειρότερα θα τα έκανε. Έλα, όμως, που στην Ικαρία είναι κάπως αλλιώς τα πράγματα. Λίγο πιο «αέρινα» θα έλεγε κανείς. Δεν περιμένεις επιβεβαιώσεις, έρχονται με έναν τρόπο μαγικό από μόνες τους αν πιάνεις τα «κύματα». Ποια κύματα; Της θάλασσας, του αέρα, των μαγνητικών πεδίων, της μαγείας… σίγουρα πάντως δεν είναι κάτι απτό, χειροπιαστό, να μπορείς να βασιστείς. Πρέπει δηλαδή να την έχεις και εσύ αυτήν την τρέλα ή να την ανακαλύψεις εκεί για να μπορέσεις να εκπέμπεις στο ίδιο μήκος και να «συνεννοηθείς» τρόπον τινά. Πόσω μάλλον να ερωτευτείς και ακόμα πιο πέρα να συμπορευτείς με κάποιον.

Μπήκε στο κλίμα η Κούλα δεν μπορώ να πω, το έπιασε το νόημα αλλά σε γενικές γραμμές. Στο ειδικό θέμα της δικής της ιστορίας ακόμα έψαχνε επιβεβαιώσεις. Δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί εκείνος χανόταν όταν εκείνη έφευγε από το νησί, γιατί δεν ήταν «επίσημο» ζευγάρι, γιατί της έλεγε «Αρτω να σε βρω» και δεν ερχόταν πότε… Πόσες φορές είχαν ραντεβού - ειδικά όταν εκείνη έμενε σε άλλο μέρος με τους φίλους της -σαν να τον ενοχλούσε χωρίς να της το λέει, ότι δεν ήρθε στο νησί μόνο για εκείνον– και την έστηνε.

Θυμάμαι μια φορά ξύπνησε πρωί πρωί και πήγε στο καφενείο που είχαν συνεννοηθεί πως θα περάσει να την πάρει. Ντύθηκε , στολίστηκε, όλο φρεσκαδούρα πρωινή και μέσα στην καλή χαρά έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Εμείς οι υπόλοιποι με χανγκόβερ στο δωμάτιο. Ίσα που άνοιξα το ένα μάτι: «Θα πάς;» «Ναι! Μου είπε πως θα με περιμένει». Μετά από 2-3 ώρες κατέβηκα και εγώ για καφέ και την βρήκα εκεί να μου γνέφει γελώντας από μακριά «Ε! Κατάλαβες, Καριώτες!». Το είχε πλέον αποδεχτεί.

Έλεγε, μάλιστα, πως θα ήθελε να παντρευτεί Καριώτη. «Είσαι με τα καλά σου; Αφού είναι όλοι τρελοί!» έλεγα και εγώ να την κοντράρω λίγο. Όχι πως δεν το πίστευα, βέβαια, μα και εγώ Καριώτη παντρεύτηκα. Βέβαια, εγώ την έχω την τρέλα αυτή, αλλά άλλη κουβέντα αυτή. «Δεν πειράζει, ας είναι τρελός, θα έχει όμως το ‘βλέμμα’!» μου λέει.

Ναι, έχουν όλοι ένα βλέμμα εδώ. Έντονο. Δεν ξέρω αν είναι χαρακτηριστικό της «φυλής» ή απλά γίνεται όλων εδώ το βλέμμα κάπως διαφορετικό. Από τις έντονες στιγμές και καταστάσεις που ζουν, από τα άγρια τοπία και αυτήν την ομορφιά που στο «βαθαίνει» κάπως το βλέμμα για να την νιώσεις. Το κατάλαβε η Κούλα το βλέμμα, μα η ιστορία της δεν είχε το αίσιο τέλος που αυτή περίμενε, Αυτό το «πρακτικό» τέλος του «είμαστε μαζί» και «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Μα είπαμε πως καμία ιστορία εδώ δεν τελειώνει και άσχημα. Γιατί απλά δεν τελειώνει, είναι για πάντα συνδεδεμένη με το νησί και όλα εκείνα που σε έφεραν κοντά, όπως έφεραν και εμάς τις δύο άσπονδες φίλες.

«Δεν πειράζει» μου λέει. «Τώρα πια το συνήθισα. Ξέρω πως θα εμφανιστεί ξαφνικά, θα με πάρει τηλέφωνο στη γιορτή μου, ας πούμε, και όλα θα είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν να ήρθε σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού…και μετά πάλι τα ίδια. Τίποτα χειροπιαστό .Θα εξαφανιστεί πάλι.»

Όπως έρχεται και φεύγει ο άνεμος στο Ικάριο, σκέφτομαι. Σε ξεσηκώνει, αρχίζεις και τρέχεις να παίξεις με τα κύματα, νιώθεις ξαφνικά σέρφερ και ας μην έχεις ξαναπιάσει ποτέ σανίδα, τρελαίνεσαι τα βράδια να ακούς «Δωστου, δώστου, δώστου πέρα, δώστου φουστανιού σου αέρα»  και μετά, εκεί που τον έχεις μάθει, φεύγει. Και γεμίζει με άλλες εικόνες ο τόπος. Εικόνες που έχουν και αυτές την δική τους  ομορφιά, της γαλήνης.

«Δεν πειράζει!» της απαντώ «Τουλάχιστον, σου έμεινε η Ικαρία» Και αυτή, να ξέρεις, δεν θα σε απογοητεύσει ποτέ!

Ευτυχία Βασάλου
eftichia.Vasalou@firstdata.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ευτυχίας Βασάλου.