Της ζωής μου η παράδοξη ιστορία #IstoriesErota

«‘Ατυχη ήμουν. Οι γονείς πέθαναν πρόωρα. Έναν αγάπησα στα νιάτα μου, τον έχασα κι αυτόν. Πήγε στην Αμερική για δουλειά,  παντρεύτηκε, πάνε κι οι υποσχέσεις κι οι αναμνήσεις...

Μόνη ήμουν και χωρίς έσοδα. Ήρθε ο αδερφός του πρώην αγαπημένου ένα ταξίδι από την Αμερική στο χωριό. Παρ΄ολίγον κουνιάδος μου θα γινόταν, κάναμε κουβέντα. Είχε στενοχωρηθεί από τη συμπεριφορά του αδερφού του, το παράπονό μου το άκουγε, τη μοναξιά μου την ένιωθε.

Μεγαλοκοπέλα ήμουν. Σαραντάρα, δηλαδή, αλλά για τα δεδομένα του ΄50 τι προοπτικές είχα; Τη δέχτηκα την πρότασή του. Ποια πρόταση; Του γάμου, βέβαια. Στην εκκλησιά, με τη συναίνεση του παπά, με κουμπάρο, με γλέντι, με λίγους καλεσμένους. Τον γάμο τον χαρήκαμε΄και το χωριό τον χάρηκε, γιατί είχα πια κι εγώ κάποιον να με νοιάζεται. Όμως, ποτέ δεν τον δηλώσαμε στο ληξιαρχείο. Γιατί; Μα, κι αυτός, ο ευλογημένος, παντρεμένος ήταν! Δίγαμος ο γαμπρός! Πίσω στην Αμερική τον περίμενε η γυναίκα του η πρώτη, η Αμερικάνα!

Στην Αμερική εκείνος φθινόπωρο και χειμώνα. Σκληρή δουλειά στους σιδηροδρόμους. Συντηρούσε την οικογένεια, έστελνε και σε εμένα, στην Ικαριά, το τσέκι κάθε μήνα. Μ΄αυτά τα χρήματα περνούσα, έκανα και τις επισκευές στο πατρικό. Ωραίο ήταν, πέτρινο, ισόγειο, με το πυργάρι πάνω από το τελευταίο δωμάτιο΄όσο να πεις τη συντήρησή του την ήθελε.Κι ύστερα έκανα και δεξαμενή, για να μαζεύουμε το βρόχινο νερό, πεντακάθαρο τότε, και να το χρησιμοποιούμε για πόσιμο και για τη λάτρα, τότε που δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στα σπίτια.

Την άνοιξη, μετά το Πάσχα, συνήθως, τι ωραία προσμονή! Έφευγα στολισμένη για τον Πειραιά, να τον προϋπαντήσω. Τέτοια εποχή ερχόταν στην Ελλάδα, με υπερωκεάνιο, πότε με το «Βασίλισσα Φρειδερίκη», ύστερα με το «Ολύμπια». Αυτό το ταξίδι που δεν το τολμούσε η Αμερικάνα, γιατί φοβόταν τον ωκεανό, μάς έσωζε και μάς χάριζε τους μήνες της παρέας. Στην Ικαρία περνούσαμε καλά, χαιρόμασταν, μιλούσαμε με τις ώρες, τρώγαμε και τα φρέσκα τα αυγουλάκια και τα κοτοπουλάκια που συντηρούσα ολογυρίς του χρόνου. Τέλος καλοκαιριού έφτανε η ώρα του αποχαιρετισμού. Στη θάλασσα, στο λιμάνι, λέγαμε «αντίο», μέχρι την επόμενη χρονιά πάλι. Κι όταν η γυναίκα του απορούσε τι έρχεται και κάνει κάθε χρόνο στην Ελλάδα, εκείνος είχε έτοιμη την απάντηση: «Στην πατρίδα μου δεν θα πάω, στο νησί μου, στη μάνα, στα χτήματα...;» Κι εκείνη το δεχόταν και κανείς, από τους Ικαριώτες της Αμερικής, δεν τόλμησε ποτέ να την πληροφορήσει για τη διπλή ζωή του.

Θα κρατούσαμε μέχρι τα γεράματα αλλά μπήκαν τα περιουσιακά στη μέση. Ποιος θ΄αφήσει τι σε ποιον...Ψυχραθήκαμε, έκοψε να΄ρχεται, έκοψε και το τσέκι. Στην Αθήνα κατέληξα, να ψάχνω για δουλειά, κομμάτι δύσκολο στη μεγάλη ηλικία. Ευτυχώς, κάνοντας τα χαρτιά μου, πήρα σύνταξη από τον ΟΓΑ κι έτσι επέστρεψα στο νησί και στο αγαπημένο μου χωριό.

Τώρα, σε μια άλλη διάσταση πια, θυμάμαι της ζωής μου το παράδοξο και σας το εξομολογούμαι, αγναντεύοντας μια θάλασσα μπροστά΄ τη θάλασσα που μας ένωνε και που μας χώριζε...»

Βάνα Τσαμπή
vana.tsampi@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Βάνας Τσαμπή.