Σίμος & Ψυχή #IstoriesErota

Καλές οι ιστορίες έρωτα, δε λέω, αν και δεν είναι το φόρτε μου. Είναι θυελλώδεις και φουρτουνιασμένες, βουτηγμένες στο ασίγαστο πάθος και στην απελπισία, και, ταυτόχρονα, αστείες μέχρι δακρύων για τους έξωθεν παρατηρητές. Κάθε μία μοιάζει μοναδική, αλλά και αναπόφευκτα προβλέψιμη, γιατί είναι αυτή η ανθρώπινη μοίρα που καταφέρνει να μας ισοπεδώνει ανελέητα όλους εξίσου κι ας νομίζει ο καθένας μας πως ο δικός του ο καημός είναι ο πιο μεγάλος.

Οι ιστορίες αγάπης, όμως, είναι ακόμα ωραιότερες. Γιατί η αγάπη - α, η αγάπη! - είναι μια διαρκής έκπληξη. Είναι ανεξάντλητη, ανατρεπτική, είναι πεισματάρα. Κουνάει βουνά και διασχίζει θάλασσες, φτιάχνει τον κόσμο απ’ την αρχή. Η αγάπη είναι η πιο μεγάλη επανάσταση απέναντι στη συνήθεια, στο κατεστημένο, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Προπαντός αυτό.

Αυτή εδώ είναι μια ιστορία αγάπης.

Ο Σίμος και η Κωσταντινιά  πρέπει να παντρεύτηκαν, αν τα τεφτέρια μου δε λαθεύουν, στο Καρκινάγρι στις αρχές του 20ου αιώνα. Κάνανε ένα τσούρμο παιδιά, όπως ήταν το σύνηθες την εποχή εκείνη και ζήσανε μαζί πολλά χρόνια. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, κάνανε δικά τους παιδιά και θα ‘λεγε κανείς πως είχε έρθει η ώρα η δική τους να ξεκουραστούν λίγο. Όμως, τότε, μόλις οι πολλές υποχρεώσεις και έγνοιες τέλειωσαν, ο Σίμος ερωτεύτηκε ξανά. Την Ψυχή. Η Ψυχή ζούσε στ’ Αμάλου, κι άλλη οικογένεια δεν είχε. Η ίδια ήταν βίος και πολιτεία και όποιον και να ρωτήσεις από ‘κεινη την πλευρά της Ικαρίας θα έχει πολλές ιστορίες να σου πει. Ψυχή, άλλωστε, ήταν το παρατσούκλι της, καθώς, όπως έλεγαν, έκανε πολλά «ψυχικά» σε άντρες που αναζητούσαν την ερωτική συντροφιά μιας γυναίκας. Ή μπορεί, απλώς, να είχε περισσότερους εραστές απ’ όσους ενέκρινε η κοινωνία. Γεγονός ήταν πάντως, πως η Ψυχή κανέναν δεν υπολόγιζε και έκανε τη ζωή που διάλεγε, ενάντια σε πολλά ήθη της τότε, αλλά και της τώρα, εποχής.

Όπως και να ‘χει ο Σίμος και η Ψυχή ερωτεύτηκαν σφόδρα, αγαπήθηκαν και αποφάσισαν πως το υπόλοιπο της ζωής τους θέλουν να το περάσουν μαζί. Και, σκέψου, ήταν και για τους δύο μια υπέρβαση, τουλάχιστον με τα μέτρα του καιρού εκείνου. Στ’ Αμάλου, ποιος ξέρει γιατί, δεν θέλανε, δε μπορούσανε να μείνουνε, οπότε τα μαζεύουν και στήνουν το σπιτικό τους στη Μαύρη, κοντά στο Καρκινάγρι. Τώρα μη φανταστείς κανένα σπίτι κανονικό, με ανέσεις και ασφάλεια. Σε κάτι καμάρες, σκαμμένες στους βράχους, μένανε οι άνθρωποι. Το καλοκαίρι, πες, άντε, τα καταφέρνανε. Ήταν ο καιρός καλός, τ’ αστέρια σκέπασμα τη νύχτα, έβγαινε η ζωή. Το χειμώνα, όμως, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το κρύο, οι βροχές, οι λάσπες, ήταν ένας εφιάλτης, και ακόμα και οι πιο απλές ανάγκες ήταν βάσανο να εξυπηρετηθούν. Κι εκείνοι, μεγάλοι άνθρωποι, δύσκολα τα βγάζανε πέρα. Ωστόσο, αυτό που θέλανε ήταν να ζούνε μαζί, κι άλλο τίποτα δεν τους ένοιαζε, σαν να τρεφόντουσαν ο ένας απ’ τον άλλον. Έλα, όμως, που δεν βάσταγε η καρδιά της Κωσταντινιάς να βλέπει τον (πρώην) άντρα της να κινδυνεύει κάθε χειμώνα να πεθάνει από πνευμονία. Και σου λέει, αφού σπίτι εγώ έχω, τόσοι άνθρωποι μένουμε εδώ, άλλοι δύο δε χωράνε; (Γιατί δεν της πέρασε καν από το μυαλό να εγκαταλείψει την νέα γυναίκα του άντρα της στο έλεος του Θεού). Και αποφασίζει, πως, τουλάχιστον για το χειμώνα, το εξόριστο ζευγάρι θα μένει μαζί της. Και δεν σήκωνε κουβέντα επ’ αυτού.

Εκείνοι, βέβαια, δέχτηκαν με ανακούφιση την προσφορά της Κωσταντινιάς και να σου, άξαφνα, βρέθηκαν όλοι μαζί, κάτω από την ίδια στέγη να ξεχειμωνιάζουν. Μα όσο να πείς, η κατάσταση ήταν ελαφρώς μπερδεμένη. Και, καλά τη μέρα, όλοι είχαν τις δουλειές τους, τα μαγειρέματα, τα συγυρίσματα, τα ζώα, όλα τα καθήκοντα μοιρασμένα, περνούσε ο καιρός. Τα βράδυα, όμως, σέρνονταν βαριά και μακρυά και ο Σίμος, «μοιρασμένος» ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπούσε κι ευγνωμονούσε, απλώς με διαφορετικούς τρόπους τον καθένα, δεν ήξερε ακριβώς πώς να φερθεί, τι ακριβώς ήταν αναμενόμενο από κείνον, τι θα ήταν το πρέπον, το αντρίκιο, το σωστό. Γιατί καταλάβαινε, πως γι’ αυτόν γίνονταν όλα. Και όταν έπεφταν οι γυναίκες για ύπνο, στο ένα δωμάτιο η πρώτη του γυναίκα, στο άλλο η δεύτερη, στεκόταν εκείνος ανάμεσα και, δίγνωμος, ταλαντευόταν. Μέχρι που ακουγόταν η φωνή της Κωσταντινιάς, γελαστή κι απηυδησμένη μαζί, που του λέγε: «Σίμο, άμε πέσε εκεί που ΄σαι μαθημένος, να ‘χομε καλό ξημέρωμα». Κι αφού πια η θέση του ξεκαθάριζε, όχι από εκείνον, μα από τις ίδιες τις γυναίκες, κούρνιαζε ήσυχος δίπλα στην Ψυχή.

Μόλις ο καιρός άνοιγε λίγο, και το κρύο υποχωρούσε, μάζευε το ζευγάρι τα λιγοστά του υπάρχοντα και ξανάφευγε για τη Μαύρη. Μέχρι τον επόμενο χειμώνα και την πρώτη μεγάλη κακοκαιρία. Έτσι πέρναγαν τα χρόνια, μ’ αυτήν την ιδιόμορφη συμβίωση να επαναλαμβάνεται διαρκώς. Μεγάλωναν και γερνούσαν όλοι μαζί, ώσπου, κάποια στιγμή, ήταν σαφές πως ο Σίμος, είχε παραβαρύνει και δεν μπορούσε πια να εξυπηρετηθεί και να περπατήσει.

Η Κωσταντινιά, για άλλη μια φορά παίρνει τη μεγάλη απόφαση και η συμβίωση γίνεται μόνιμη. Η ίδια, αλλά και οι εγγονές της, ανέλαβαν πια, όχι μόνο να φιλοξενούν, αλλά και να γηροκομήσουν το ηλικιωμένο ζευγάρι. Ο Σίμος, όμως, στα τελευταία του, ίσως από την ακινησία, ίσως απλώς από την εξάντληση της ηλικίας, έγινε βίαιος, κακός. Δεν άφηνε κανέναν να τον αγγίξει, να τον πλύνει, να τον ντύσει, να τον ταΐσει. Έκανε τη ζωή όλων, μα κυρίως της Κωσταντινιάς πολύ δύσκολη, κι όταν καμία φορά νευρίαζε πολύ, προσπαθούσε, πάνω στην απελπισία του κι εκείνος, να τη χτυπήσει. Μα αυτή ούτε τότε το έβαζε κάτω. Έπαιρνε την Ψυχή (γριούλα και ανήμπορη κι εκείνη) και την κάθιζε δίπλα στο Σίμο, να του βαστάει το χέρι, να του το χαϊδεύει και να του γλυκομιλάει. Να τον καλοπιάνει και να του ψιθυρίζει τα λόγια που ήξερε ότι ήθελε ν’ ακούει, λόγια δικά τους. Μόνο τότε εκείνος γαλήνευε και καθόταν πια, σαν παιδάκι, ήσυχος κι υπάκουος, να τον περιποιηθούν.

Ήταν η μοίρα του Σίμου να φύγει πρώτος. Ο θάνατος του ήταν πικρός και για τις δυο γυναίκες που ‘μείναν πίσω, αφήνοντας τες εξίσου χήρες. Και θα περίμενε κανείς μετά την απώλεια εκείνου, η Κωνσταντινιά και η Ψυχή να χωρίσουν τις ζωές τους. Όμως, όχι. Τίποτα δεν άλλαξε, εκτός, ίσως, από το γεγονός πως τώρα και οι δυό τους κοιμόντουσαν μόνες. Κι έζησαν έτσι μέχρι το τέλος της ζωής τους. Δύο γυναίκες, ξένες, δεμένες, όμως, αδιάρρηκτα μεταξύ τους με την αστείρευτη αγάπη τους για τον ίδιο άντρα. Που τον μοιράστηκαν, κι αυτόν, μα και τις δικές τους τις ζωές, μ’ ένα τρόπο βαθύ, γενναιόδωρο και τελείως ανήκουστο, τουλάχιστον για τους περισσότερους από μας, όσο προοδευτικοί και ανοιχτόμυαλοι κι αν -πιστεύουμε πως- είμαστε.

Γι΄αυτό σου λέω: είναι ωραίες οι ιστορίες έρωτα, μα οι ιστορίες αγάπης είναι ωραιότερες.

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.

ikariastore banner