Οι σολομοί επιστρέφουν στον τόπο που γεννήθηκαν

Άλλο ένα Πάσχα στο νησί.

Μέσα σε μία οργιάζουσα φύση, με την νέα ζωή να είναι πανταχού παρούσα με όλες τις αποχρώσεις του πράσινου των πρίνων, του κόκκινου της παπαρούνας, του κίτρινου των σπάρτων, του μπλέ των ταπεινών λούπινων. Και τόσων άλλων.

Ήρθαμε, εμείς οι πασχαλινοί επισκέπτες, ζωντανέψαμε τα χωριά, και φύγαμε.

Αφού αφήσαμε τα λουλούδια πάνω στους τάφους των προγόνων, κρατώντας με σεβασμό το νήμα της συνέχειας.

Τι μας κρατάει άραγε δεμένους στην πατρογονική γη; Το τοπίο, οι άνθρωποι ή μια μυστική φωνή, εντυπωμένη βαθιά στα γονίδια της ύπαρξης;

Για όσους έχουν ταξιδέψει, υπάρχουν τοπία ανάλογης, η και μεγαλύτερης ομορφιάς, πολλά στον κόσμο. Για αυτούς ακόμη που έχουν μια πλούσια κοινωνική ζωή, υπάρχουν άνθρωποι και ομάδες, εκεί έξω, εκεί που έχουν την μόνιμη βάση της ζωής τους, με τους οποίους έχουν μεγαλύτερο δέσιμο και κοινότητα ενδιαφερόντων. Για εκείνους που εξακολουθούν και επιστρέφουν στην Ικαρία, σαν τα αποδημητικά πουλιά, στην διάρκεια των διακοπών τους, μάλλον λειτουργεί μία ασυνείδητη εσωτερική εντολή. Κάτι σαν αναζήτηση μιας κρυμμένης, ξεχασμένης ταυτότητας.

Μπορεί να είναι ένας παρόμοιος μηχανισμός με εκείνον των σολομών, που γυρνούν, χρόνια μετά, στο ποταμάκι που γεννήθηκαν, ψηλά στα βουνά, για να ετοιμάσουν την νέα, διάδοχη γενιά.

Έτσι, για να εξηγήσουμε το δέσιμο, μάλλον πρέπει να αγνοήσουμε τον εαυτό μας και την παρούσα γενιά μας, και να αναρωτηθούμε τι έδενε τόσο πολύ τους προγόνους μας με τον τόπο, το νησί.

Δεν ευημερούσαν. Στις προηγούμενες, παλιές γενιές, έφευγαν μετανάστες, για να φτιάξουν κάρβουνα, να γίνουν ναυτικοί, να δουλέψουν στα σίδερα και στις μπογιές στην Αμερική, η στο εμπόριο της Αιγύπτου. Και αυτοί όμως επέστρεφαν, στην πλειοψηφία τους, κρατώντας τις οικογένειες πίσω. Και ξόδευαν τις περισσότερες από τις οικονομίες που έφερναν πίσω, χρήματα σκληρά κερδισμένα, για να κάνουν πεζούλια, να δαμάσουν τον αγριότοπο που ήταν τότε η Ικαρία.

Και αυτοί γύριζαν πίσω. Ακόμα και αν ήταν, σε ήσυχους καιρούς, πιο ορθολογικό να φύγουν για τα καλά, σε τόπους πιο εύκολους, που άλλωστε τους γνώριζαν, αφού εκεί κέρδιζαν τα μέσα της επιβίωσης τους. Γνώριζαν την «Γή της Επαγγελίας», και όμως γύριζαν πίσω...

Αυτός ο ιδιόμορφος τοπικισμός απαντάται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά νομίζω η Ικαρία έχει μία πρωτοκαθεδρία στην διαμόρφωση μίας συλλογικής ταυτότητας που βρίσκει την δικαίωση της κυρίως όταν το άτομο πατά και το χώμα της ιδιαίτερης πατρίδας.

Ποιοι είναι οι παράγοντες που διαμόρφωσαν αυτό το ισχυρό δέσιμο; Πολύ περισσότερο που η κοινωνία της Ικαρίας είναι σχετικά νέα, το νησί ήταν πολύ αραιά κατοικημένο μέχρι τον 17ο αιώνα. Όπως φανερώνουν τα επίθετα, αλλά και οι οικογενειακές ιστορίες, οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονται από εποίκους μετά το 1700, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, των νησιών, αλλά και της Μικράς Ασίας, σαν συνέπεια των ιστορικών γεγονότων που ανακάτεψαν την «σούπα» της Ανατολικής Μεσογείου. Το ιστορικό βάθος των Ικαρίων πια προγόνων μας δεν πρέπει να ξεπερνά τις 9-10 γενιές. Τι είναι αυτό, αυτή η επίκτητη ιδιότητα, που εντυπώθηκε στα γονίδια μας και μας κάνει να αισθανόμαστε γαλήνη όταν μυρίζουμε το άναμα του Αθέρα και ακούμε το βουητό του ανέμου που κατρακυλάει από τον Εφανό;

Θα καταθέσω μία υπόθεση. Μία ψυχολογική ερμηνεία που έχει σχέση με την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος στον άνθρωπο.

Ιδίως την παλιά εποχή, που δεν υπήρχαν, δρόμοι, δεν υπήρχαν φώτα, οι μεταφορές ήταν δύσκολες, μόνο με τα πόδια, η με μουλάρια. Ακόμη και σήμερα, που ζούμε την εποχή του πολιτισμού, το τοπίο σε γεμίζει δέος. Ψηλό και απότομο το βουνό, ακραία τα καιρικά φαινόμενα, ιδίως ο άνεμος, ξένος πλανήτης η αγριεμμένη θάλασσα, μακριά τα άλλα νησιά, πτυχώσεις και χαράδρες που κάνουν την επικοινωνία των οικισμών άθλο. Από την άλλη, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σε έναν οικισμό της παλιάς εκείνης εποχής, η δυσκολία της προσέγγισης δημιουργούσε και ένα αίσθημα ασφάλειας. Όσο δύσκολο ήταν για τον καθένα να φύγει, να πάει ακόμα και μέχρι τον επόμενο οικισμό, άλλο τόσο δύσκολο ήταν και για τον «ξένο», τον πιθανό εχθρό να έλθει.

Η μικρή, απομονομένη, ασφαλής κοινότητα, μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον που πλημμύριζε την ψυχή σου δέος.

Δέος και αίσθηση ασφαλείας. Ίσως αυτά αρκούν για να δημιουργήσουν, σε διάστημα λίγων γενεών την «μυστική φωνή», την εντυπωμένη στα γονίδια μας, που μας καλεί πίσω στην προγονική νήσο, ξανά και ξανά.

Κάτι σαν το «σύνδρομο της Στοκχόλμης» όπου τα θύματα απαγωγής ερωτεύονται τους απαγωγείς τους...

Ίσως όμως να είναι και κάτι τελείως πεζό: Η προπαγάνδα που κάνουν οι γονείς στα παιδιά τους.

Ναι, την κάνω και εγώ...

Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης
aivaliotis@delta-chemicals.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη.