Να δεις που μ' αγαπάει #IstoriesErota

To ζευγάρι, χρόνια μετά, (1952), με γονείς, παιδιά και μικρούς συγγενείς.

Artεις Έρωτα;: Πάρε μέρος στις Ιστορίες Έρωτα & Αγάπης στην Ικαρία

Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας, ένα σωρό άντρες, μα και γυναίκες, είχαν φύγει από την Ελλάδα για να πάνε να πολεμήσουν στο πλευρό των Συμμάχων. Πάρα πολλοί από αυτούς χάθηκαν, σκοτώθηκαν, δε γύρισαν ποτέ πίσω, αφήνοντας χήρες, ορφανά και μάνες χαροκαμένες. Η Ικαρία δεν αποτέλεσε εξαίρεση και ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της βρέθηκε να πολεμάει από τον Λίβανο και τη Συρία, μέχρι την Αίγυπτο.

Ο πόλεμος, κάποτε, τελείωσε και όσοι είχαν καταφέρει να επιζήσουν επέστρεφαν στις πατρίδες τους, σε μία Ελλάδα που μπορεί, μεν, να είχε ελευθερωθεί από τη γερμανική κατοχή, σπαρασσόταν, όμως, από τον Εμφύλιο που έμελλε να κρατήσει σχεδόν άλλο τόσο. Η επάνοδος των στρατιωτών ήταν αργή και σταδιακή και με κάθε καινούρια άφιξη, όλοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να μάθουν νέα για τους δικούς τους ανθρώπους που ακόμα αγνοούνταν, ακόμα δεν είχαν φανεί. Για μήνες, για χρόνια τους περιμέναν.

Η Αθηνούλα ήταν απ’ το Πέζι. Μα η οικογένειά της είχε κτήματα και στο Τραπάλου, στα Πάνω Σπίτια και συχνά-πυκνά κατέβαιναν για να τα φροντίσουν. Και είχε μάθει πως, στη μέση του πολέμου, ο Νικόλας είχε φύγει στη Μέση Ανατολή να πολεμήσει. Νέα του δεν είχαν, ο πόλεμος είχε χρόνια πια που τέλειωσε, όλοι τον νόμιζαν για πεθαμένο. Πολλά - πολλά δεν είχαν, βέβαια, ούτε και πριν το φευγιό του, μα, να, κάπως τον έφερνε στο νου της κι αναρωτιόταν, τί να γίνε, ποιά μοίρα του φυλάχτηκε.

Μια μέρα τη στέλνει ο πατέρας της να κατέβει στο Τραπάλου να κοιτάξει το σπίτι. Παίρνει το γαϊδούρι τους και δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, πάει να κάνει τις δουλειές της. Κι εκεί, στη μέση του δρόμου, βλέπει τον Νικόλα να περπατάει, σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να μην πέρασε ένας πόλεμος. Με τα μπατζάκια του γυρισμένα στους αστραγάλους, τα μαλλιά του ανακατεμένα απ’ τον αέρα και μ’ ένα στάχυ στο στόμα, να το γυροφέρνει. Ολοζώντανος.

Δεν πίστευε στα μάτια της και ήταν τέτοια η χαρά της που τον ξανάβλεπε που ξεπεζεύει από το γαϊδούρι όπως - όπως, τρέχει πάνω του σα σίφουνας, τον αγκαλιάζει όσο πιο σφιχτά μπορούσε και του σκάει δυο φιλιά στα μάγουλα. Και φεύγει πάλι τρέχοντας. Ο Νικόλας δεν είχε προλάβει λέξη να πει, μόνο στεκόταν εκεί, στη μέση του δρόμου να την κοιτά, έκθαμβος, ν’ απομακρύνεται. Να τρίβει το χέρι του στα μάγουλα του και να σκέφτεται: «Αμέ, να δεις που ετούτη μ’ αγαπάει.» Κι ήταν πολύ ευχαριστημένος γιατί κι εκείνος την αγαπούσε. Κρυφά. Από πριν φύγει. Μα κουβέντα δεν της είχε πει. Ίσως έφταιγε ο πόλεμος, η μεγάλη πείνα, ίσως έφταιγε που δεν πίστευε πως θα γυρνούσε ποτέ ζωντανός, ίσως να μην ήθελε να κάνει νύφη και χήρα την ίδια σχεδόν στιγμή. Όμως, να που γύρισε. Ο πόλεμος είχε τελειώσει κι εκείνος ήταν πάλι πίσω, στο χωριό που δεν περίμενε πως θα ξανάβλεπε ποτέ. Κι αν του ‘μαθε ένα πράμα το μέτωπο ήταν πως ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει η δική σου σειρά να κληρωθείς. Και όσο και να ζήσεις, πάντα μια ανάσα είναι, ποτέ δε φτάνει, γι’ αυτό κοίτα να ζήσεις καλά, να προλάβεις, ν’ αγωνιστείς, ν’ αγαπήσεις, να γλεντήσεις και να αφήσεις άλλους ανθρώπους πίσω σου να συνεχίσουν όσα δεν τέλειωσες.

Και έτσι τ’ αποφάσισε, εκεί δα, μεσοστρατίς. Θα πήγαινε να τη ζητήσει.

Ο πατέρας της, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου σύμφωνος. Δεν ήθελε, λέει, να κάνει γαμπρό του κάποιον λιγότερο προκομένο απ’ τον ίδιο. Πιθανόν, αυτό που πραγματικά εννοούσε ήταν πως δεν ήθελε η κόρη του να πάρει κάποιον φτωχότερο και κακοπέσει. Όπως και να ‘χει, πάντως, είπε ό,τι ήταν να πει και, κατόπιν, αναπόδραστα, αγνοήθηκε μεγαλόπρεπα τόσο από την κόρη, όσο και από τον γαμπρό του, που κλέφτηκαν και έφυγαν για το Τραπάλου, χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις και παρακαλετά.

- Και, δηλαδή, γιαγιά, κι εσύ τον αγαπούσες κρυφά τον παππού, ε;
- Εγώ; Όχι, βέβαια, ούτε που τον ήξερα!
- Και τότε; Γιατί σάρταρες από το γάιδαρο για να πας να τον φιλήσεις;
- Ε, ήξερα πως ήταν καλός άνθρωπος και πολύ είχα στεναχωρεθεί που λέγαν πως εχάθη. Κι ήταν κι όμορφος όταν τον είδα και πια δε κρατιόταν η χαρά μου. Όλα τ’ άλλα, μετά ήρθαν.

Σοβαρά τα λέει όλα αυτά, μα δε σε καλοκοιτάει κιόλας. Μόνο κάνει πως μετράει τους πόντους στο πλεχτό της και κρυφογελάει. Εκείνη ξέρει.

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.

ikariastore banner