Θέλω να φανταστείτε έναν άντρα. Ούτε μικρό, ούτε μεγάλο. Η εμφάνιση του δεν έχει σημασία, αλλά κάποιος θα έλεγε ότι δε μοιάζει με Καριώτη.
Περπατάει την Ερμού, ξημερώματα, φοράει ένα παλτό μάρκας Montgomery. Τύπου παλιό. Κάνει λίγο κρύο, αλλά όχι τόσο ώστε να το έχει κουμπωμένο. Εξάλλου, ο κρύος αέρας τον αναζωογονεί. Τον έχει ανάγκη.
Η μέθη κρύβεται καλά ανάμεσα στα σταθερά κι ευθυτενή του βήματα. Μόνο ο ίδιος γνωρίζει την αλήθεια: Πώς ένα αδιάφορο “Θα περάσω για 10 λεπτά να σας δω” μεταμορφώθηκε σε ένα συναρπαστικό “Σε 1Ο λεπτά ξημερώνει!”
Χαμογελάει. Βασικά, γελάει, καμιά φορά και δυνατά, αλλά δεν τον νοιάζει. Ήταν τόσο όμορφα, τόσο διασκεδαστικά, που θα ήταν κρίμα να το κρύψει σφίγγοντας τα χείλη του.
Και το πιο σημαντικό, ήταν τόσο απρόσμενα!
Κάποιες ώρες νωρίτερα, μίλησε με κάποιον φίλο του που του είπε ότι πάει με μία κάποια παρέα, σε ένα κάποιο ταβερνείο, να ακούσουν κάποια μουσική, από κάποιους τύπους, που παίζουν εκεί κάποιες μέρες. Ακόμα και τώρα, δεν είναι ακριβώς σίγουρος γιατί είπε ότι θα περάσει. Αφού δεν ήθελε. Είχε άλλα.
Ακούμπησε στο τραπέζι όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ που δηλώνουν έναν πολυάσχολο άνθρωπο, έτοιμο να φύγει ανά πάσα στιγμή θεωρήσει ότι έχει κάτι καλύτερο και πιο ουσιαστικό να κάνει.
-“Όχι δε θα φάω κάτι, μια γουλιά θα πιω και θα φύγω”
-“Φέρ΄ του ένα ποτήρι κι ένα πιρούνι κι ας μη φάει”
Η πρώτη γουλιά από το κρασί κατέβηκε με δυσκολία, ο λαιμός ακόμα δεν ήταν έτοιμος. Είχε σφίξει από την άρνηση. Κι η δεύτερη, πιο πολύ για το τσούγκρισμα. Μετά, για 10 λεπτά έπρεπε να πει τα νέα του, χωρίς ανάσα, να ξεμπερδέψει. Για να μπορεί μετά να πει “Τα 'παμε, φεύγω”. Μόλις πήρε ανάσα από τον παπαγαλισμό της καθημερινότητάς του, είχε μια στιγμή που δεν έπρεπε να μιλήσει. Και λίγο χρόνο για μια τρίτη γουλιά.
Και τότε το άκουσε. Ήταν ο ήχος που προκαλείται από την αντήχηση της δόνησης μίας μεταλλικής χορδής στο σκάφος ενός μουσικού οργάνου. Μια πενιά από μπουζούκι.
Και κάπως μαγικά, τούτη η πενιά ταίριαξε απόλυτα με τον ήχο της γουλιάς, που αυτή τη φορά ο λαιμός του δέχτηκε σαν να την περίμενε από πάντα. Ήταν λες κι αυτή η γουλιά να είχε το soundtrack της. Και κάθε γουλιά μετά, είχε με τη σειρά της την πενιά της και κάθε πενιά μια γουλιά. Μέχρι που τα τραγούδια έγιναν ποτήρια και τα καραφάκια ολόκληρα άλμπουμ.
Τα μάτια του για πρώτη φορά κοίταξαν αληθινά τους παρευρισκόμενους, τις λεπτομέρειες στα πρόσωπα τους, τις κόρες των ματιών τους. Δε μιλούσαν πολύ, δεν είχαν την ανάγκη να ξεμπερδέψουν, είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλον, να τον δουν, να του μιλήσουν, να σιγοτραγουδήσουν παρέα.
Κι όπως το μυαλό του καθάριζε το νέφος της πόλης, κατάλαβε τι το μαγικό είχε αυτή η πενιά. Την είχε ακούσει και πρότερα, από αυτούς τους ίδιους, με αυτή την παρέα, μία ίδια μέρα. Μόνο που τότε ήταν στο νησί και δεν ήθελε να ξεμπερδέψει. Ήθελε να είναι μπερδεμένος, απόλυτα, καθηλωτικά. Μπερδεμένος με τους ανθρώπους, το τραγούδι, τον αέρα, τη θάλασσα, τις μυρωδιές.
Πλησίαζε στο αυτοκίνητο, έβαλε το χέρι του βαθιά στην τσέπη του για να βγάλει το κλειδί. Δεν ήταν εκεί, ούτε στην άλλη. Σε καμία. Ούτε το κινητό του, ούτε τίποτα.
Θυμήθηκε να τα ακουμπάει πάνω στο τραπέζι. Θυμήθηκε πώς ξέχασε ότι τα είχε ακουμπήσει.
“Απαραίτητα...” Μονολόγησε και γέλασε πάλι.
Το μόνο απαραίτητο είναι να μην αφήνουμε το νέφος να θολώνει τις ζωές μας.
Στέλιος Νικολακάκης
stelios.nikolakakis@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Στέλιου Νικολακάκη.
* ο τίτλος είναι παράφραση της εισαγωγής μίας αγαπημένης μου ταινίας.