Τρεις μέρες έμεναν δεμένα τα επιταγμένα καΐκια στην προκυμαία του Βαθιού. Το καράβι που θα μετέφερε τους πρόσφυγες από τους καταυλισμούς της Παλαιστίνης, το περίμεναν να φανεί από στιγμή σε στιγμή. Οι τρεις πρόσκοποι που εθελοντικά είχαν δεχθεί να συνοδεύσουν τους «παλιννοστούντες» πρόσφυγες στον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας, άρχισαν να δυσανασχετούν. Έβαλαν όριο το τρίτο και τελευταίο βράδυ, που θα την έβγαζαν στο αμπάρι του καϊκιού και μετά τέρμα το καραούλι. Με μια κουβέρτα σκέπασμα και στρωσίδι, είχαν πιαστεί τα παΐδια τους απ’ την υγρασία και τη σκληρή στρωματσάδα. Δεν ήταν μόνο οι κακές συνθήκες που ζούσαν τώρα τρία μερόνυχτα μέσα στο παλιοκάϊκο, αλλά, το σπουδαιότερο, ήταν τα μαθήματα που έχαναν. Εν τάξει η προσκοπική εντολή, «πάντα πρόθυμος για το καλό», αλλά ήταν και το σκολειό στη μέση. Πώς να αναπληρώσεις τις χαμένες ώρες της παράδοσης, να καλύψεις το κενό της δικαιολογημένης έστω απουσίας;
Τα βιβλία ήταν δυσεύρετα, κάτι προπολεμικές εκδόσεις φθαρμένες από το χρόνο και την παιδική αφροντισιά. Ο Νικήτας, βιβλία δικά του δεν είχε, με δανεικά την βόλευε και με τις αντιγραφές που έκανε σε ξένα σπίτια. Τί να προκάνει; Έχανε τώρα και την παράδοση του καθηγητή, πάνω κει στήριζε τις μεγάλες του ελπίδες. Πώς αλλιώς θα προχωρούσε στα μαθήματα; Μεγάλο ρίσκο πήρε με την απόφαση να πάει συνοδός με τους πρόσφυγες στην Ικαρία. Ήταν βλέπεις που το ταξίδι πάντα τον τραβούσε. Ονειρευόταν αποδράσεις, κοντινά και μακρινά ταξίδια, ακόμα και σε άγνωστες θάλασσες, ήθελε τόσο πολύ να γνωρίσει νέους ανθρώπους και άλλους τόπους, να γευθεί τη γοητεία της περιπέτειας.
Όμως, τα ξημερώματα της τρίτης μέρας, ένα τεράστιο εμπορικό καράβι φάνηκε να μπαίνει αργά και να φουντάρει αρόδο στο καταστραμμένο λιμάνι της μικρής πόλης. Οι επιβάτες είχαν πιάσει τις κουπαστές και τις γέφυρες του πλοίου και κοιτούσαν με λαχτάρα τα πράσινα βουνά της πατρίδας, τις πανέμορφες ακτές, την παραλία με τα γκρεμισμένα σπίτια, την μικρή παραθαλάσσια πόλη, που κάτω από φοβερές συνθήκες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν.
Η προσφυγιά ξεκίνησε μαζί με την Κατοχή των νησιών από τους Ιταλούς. Η πείνα και η αφόρητη σκλαβιά έσπρωξε πολύ κόσμο στην Τουρκία. Από κει, με φροντίδα του Ελληνικού προξενείου, αλλά και της αγγλικής μυστικής αποστολής που λειτουργούσε σε συνεργασία με το Βρετανικό προξενείο στην Σμύρνη και τους χρυσοπληρωμένους μπέηδες, τοπάρχες της ευαίσθητης περιοχής, τους προωθούσαν προς τη Μέση Ανατολή. Γιατί οι Άγγλοι ενδιαφερόταν για αξιωματικούς και οπλίτες μάχιμους, για να πλαισιώσουν τα συμμαχικά στρατεύματα της Βόρειας Αφρικής. Έτσι, οι νέοι βρέθηκαν στο στρατό και δημιούργησαν την 1η Ελληνική Ταξιαρχία, που πήρε μέρος στην θρυλική μάχη του Ελ Αλαμέιν. Όσο για τα γυναικόπαιδα, κατέληξαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Παλαιστίνης. Μεγάλη ήταν επίσης η έξοδος των κατοίκων της Σάμου ύστερα από τον καταστρεπτικό βομβαρδισμό την 17 Νοεμβρίου 1943 από την γερμανική αεροπορία, που ισοπέδωσε το Τηγάνι και το Βαθύ. Τώρα, παλιοί και καινούργιοι πρόσφυγες από όλα τα νησιά του νομού, επιστρέφουν επιτέλους στην πολυαγαπημένη πατρίδα.
Ήταν αρχές της άνοιξης του 1945. Στο Βαθύ, μετά την δολοφονική ενέδρα στο Κοκκάρι, που στοίχισε την ζωή σε δεκάδες ανύποπτους αντάρτες του ΕΛΑΣ, όλες οι οργανώσεις του ΕΑΜ είχαν διαλυθεί. Τότε, στη θέση της ΕΠΟΝ, αναδιοργανώθηκε ο προσκοπισμός και πολλοί μαθητές του Γυμνασίου που ήταν στην οργάνωση βρήκαν φρόνιμο να πάνε στους προσκόπους. Η φήμη και οι απειλές που κυκλοφορούσαν, για το διώξιμο απ’ το σχολειό των μαθητών που στη διάρκεια της Κατοχής είχαν ενταχθεί στην ΕΠΟΝ, είχε δημιουργήσει, ιδιαίτερα στις μεγάλες τάξεις, ένα κλίμα φόβου και τρομοκρατίας.
Τώρα ο Νικήτας, ο παλιός αντιστασιακός ΕΠΟΝίτης και μαθητής της 6ης οκταταξίου, είχε δεχθεί, μαζί με άλλους δυο συμμαθητές του, να πάνε συνοδοί με τους πρόσφυγες στον Άγιο Κήρυκο.
Και για τους τρεις προσκόπους, ήταν το πρώτο ταξίδι στη ζωή τους, που δεν ήθελαν να χάσουν με τίποτα. Έτσι βρέθηκαν να φυλάνε καραούλι, τρία μερόνυχτα στα αμπάρια του καϊκιού, να έρθει η ποθητή ώρα να σαλπάρουν για την Ικαρία.
Μικρό το ταξίδι, αλλά ήταν μια αρχή. Αργότερα σίγουρα θα ακολουθούσαν άλλα πιο μεγάλα και ενδιαφέροντα ταξίδια, όλη η ζωή ήταν μπροστά τους.
Η εμφάνιση του καραβιού, εκείνο το μουντό πρωινό της άνοιξης του 1945, έθεσε σε συναγερμό τα επιταγμένα καΐκια, που περίμεναν δεμένα στην παραλία για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες στα λιμάνια του προορισμού τους. Πριν ξεκινήσει το δικό τους καΐκι, ήρθε ένας αξιωματικός από το γραφείο του στρατιωτικού Διοικητή, που στεγάζονταν στο «Ξενοδοχείον της Πόλεως» και παρέδωσε στην τριμελή ομάδα των προσκόπων που θα συνόδευαν τους πρόσφυγες στην Ικαρία, δυο φακέλους. Έναν με την κατάσταση των επιβατών, κι ένα για τον Διοικητή της μικρής στρατιωτικής φρουράς που στάθμευε στον Άγιο.
Ύστερα, αφού έγιναν όλες αυτές οι διατυπώσεις και ήρθε διαταγή από το πλοίο να πλησιάσουν τα καΐκια, ο καπετάνιος έλυσε τους κάβους και το μικρό πλεούμενο άφησε τη φιλόξενη παραλία και τράβηξε για το καράβι. Σε λίγο, διπλάρωσε στην μια πλευρά με τις σκάλες. Ο καιρός βοηθούσε, η θάλασσα ήταν σχεδόν κάλμα. Οι πρόσφυγες στην σειρά, κρατώντας τις αποσκευές τους στα χέρια, κατέβαιναν, με την βοήθεια του πληρώματος, την απότομη βαριά σκουριασμένη σκάλα. Μόλις πατούσαν στο καΐκι, έκαναν τον σταυρό τους και ευχαριστούσαν την Παναγία που τους αξίωσε να γυρίσουν στην γλυκιά πατρίδα.
Με την βοήθεια του μοναδικού ναύτη, αλλά περισσότερο των προσκόπων, έπιαναν μια θέση στο κατάστρωμα να καθίσουν. Σύμφωνα με την κατάσταση, ήταν ογδόντα άτομα, γυναικόπαιδα τα περισσότερα, έπρεπε όλοι να βολευτούν. Τελικά, όταν τέλειωσε η επιβίβαση και μετρήθηκαν, βρέθηκαν 15 άτομα παραπάνω. Ίσως είχαν μπει κατά λάθος, έπρεπε να είχαν πάρει το άλλο καΐκι που πήγαινε στον Εύδηλο.
Αυτός ήταν ο πρώτος μπελάς, ο μεγάλος πονοκέφαλος που έφερε αναστάτωση στην μικρή ομάδα των προσκόπων. Τα σακιά στο αμπάρι, με τα τρόφιμα που έπρεπε να παραδώσουν στους πρόσφυγες μόλις θα έφταναν στον Άγιο Κήρυκο, ήταν μόνο για ογδόντα άτομα. Το κουβέντιασαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, πριν πάρουν χαμπάρι οι πρόσφυγες και ξεκινήσουν μεσοπέλαγα οι διαπληκτισμοί. Αφού δεν εύρισκαν λύση, άφησαν το θέμα να το δούνε όταν θα έφθαναν στην Ικαρία και παραδίνανε το πρόβλημα και τις καταστάσεις στο Διοικητή της φρουράς.
Τώρα βολεύτηκαν μπροστά στην πλώρη, να απολαύσουν το πρώτο θαλασσινό τους ταξίδι. Αυτό είχε σημασία. Τρία μερόνυχτα γι’ αυτό ξαγρύπνησαν στα αμπάρια του πλοίου κι έχασαν μαθήματα που δύσκολα θα αναπλήρωναν. Το μπέρδεμα που τους έλαχε, μπορούσε να περιμένει.
Η θάλασσα, στην αρχή ήταν καλή, όταν όμως άφησαν πίσω τους τον Καρλοβασίτικο κάβο και ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, άρχισε να φουσκώνει και να βγάζει κυματισμό. Στην αρχή ήταν κάτι ψιχάλες από το κύμα που έσκαγε στη μάσκα, σε λίγο όμως, ο κυματισμός δυνάμωσε, τα κύματα έσπαγαν με πάταγο και κατέβρεχαν το κατάστρωμα και τους επιβάτες. Τότε ο καπετάνιος διέταξε το μοναδικό ναύτη να ανοίξει το αμπάρι και να κατέβουν κάτω τα γυναικόπαιδα. Πάνω στο κατάστρωμα έμειναν μόνο οι λίγοι επαναπατριζόμενοι άνδρες, ο ναύτης και οι πρόσκοποι που, τυλιγμένοι κάτω από το μουσαμά του πλοίου, απολάμβαναν το ξέσπασμα της αγριεμένης θάλασσας.
Το μικρό πλεούμενο πάλεψε κάμποσες ώρες με τη θάλασσα. Τη μια νόμιζες πως θα το καταπιούνε τα κύματα, την άλλη σηκωνόταν όρθιο στον αέρα και ορμούσε να νικήσει τα αφρισμένα θεριά που υψωνόταν μπροστά του. Μπορεί τα κύματα να σάρωναν το κατάστρωμα και να δημιουργούσαν προβλήματα στα γυναικόπαιδα που ήταν κλεισμένα στο αμπάρι, όμως το μικρό καΐκι άντεξε και, κατά το μεσημέρι, φάνηκε ο Άγιος Κήρυκας, ενώ ο κυματισμός είχε κοπάσει σημαντικά.
Οι γυναίκες απ’ το αμπάρι, όταν άκουσαν πως πλησιάζουνε στην Ικαρία, φώναζαν να ανέβουν στο κατάστρωμα, ήθελαν να δουν την αγαπημένη τους πατρίδα που τόσο είχαν στερηθεί, να χαιρετήσουν τους δικούς τους ανθρώπους που θα τους περίμεναν στην αποβάθρα, να ζήσουν την μεγάλη στιγμή του επαναπατρισμού.
Η Νικαριώτικη γη τους περίμενε, ήταν εκεί, με τον αγέρα της Λευτεριάς να κατεβαίνει από τα κακοτράχαλα βουνά και να σμίγει με τις θαλασσοδαρμένες ακτές. Λαχταρούσαν να πατήσουν και να φιλήσουν τα άγια χώματα και τα βράχια της μικρής αγαπημένης πατρίδας. Να δουν «καπνό αναθρόσκοντα». Γλυκός ο νόστος, ο γυρισμός στη φιλτάτη πατρίδα…
Στην προβλήτα, ένα μικρό τσιμεντένιο πλάτωμα, που χρησίμευε για την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών, μια και τα πλοία της γραμμής είχαν ακόμα μακρύ δρόμο να διανύσουν, έδεσε το καΐκι με τους πρόσφυγες. Πρώτος ανέβηκε στο καΐκι ο νεαρός αξιωματικός της φρουράς, ενώ δυο οπλισμένοι στρατιώτες προσπαθούσαν να επιβάλουν την τάξη στους συγγενείς επισκέπτες και άλλους περίεργους, που είχαν μαζευτεί και περίμεναν στην πρόχειρη αποβάθρα.
Οι συνοδοί πρόσκοποι, παρέδωσαν στον Σαμιώτη αξιωματικό της φρουράς την κατάσταση των προσφύγων, μαζί με το γράμμα της Στρατιωτικής Διοίκησης Σάμου. Του εξήγησαν το πρόβλημα που προέκυψε ξαφνικά, και ζήτησαν την γνώμη του. Μια λύση ήταν να δώσουν μόνο στα ογδόντα άτομα, σύμφωνα με την κατάσταση, τα τρόφιμα που είχαν στο αμπάρι του πλοίου. Όμως πώς να αφήσουν 15 ανθρώπους; Θα ήταν αδικία που μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες. Ήδη τα πνεύματα ήταν αρκετά οξυμμένα από το πολυήμερο μεγάλο ταξίδι με το σαπιοκάραβο, αλλά και την ταλαιπωρία για να φτάσουν από τη Σάμο στον Άγιο. Κι όλοι βιαζόταν για την αποβίβαση. Έπρεπε να βρεθεί γρήγορη και δίκαιη λύση. Κουβέντιασαν το θέμα με τον Διοικητή και πήραν την απόφαση να ανοιχτούν τα σακιά και να βγάλουν από το καθένα ορισμένα τρόφιμα, έτσι να συμπληρωθούνε οι μερίδες για όλους τους επιβάτες.
Τελικά με τον τρόπο αυτό, και με την βοήθεια των στρατιωτών που έτρεξαν να συνδράμουν, έγινε η ανακατανομή των τροφίμων και κάθε επαναπατριζόμενος πρόσφυγας πήρε τα τρόφιμα που του αναλογούσαν. Έτσι πήραν όλοι μερτικό. Δεν έλειψαν φυσικά και λίγα παράπονα, αλλά όλα πήγαν καλά.
Αφού η μικρή ομάδα των προσκόπων ολοκλήρωσε την αποστολή της, αποχαιρέτησε τους πρόσφυγες κι ακολούθησαν τον Διοικητή και τους φαντάρους στο στρατιωτικό οίκημα, για να βολευθούνε όσες μέρες θα καθόταν στην Ικαρία, γιατί το καϊκι δεν θα επέστρεφε αμέσως στη Σάμο.
Το οίκημα του στρατωνισμού της μικρής φρουράς βρισκόταν στην άκρη της μικρής πόλης, σε ένα διώροφο κτίριο. Εκεί, αφού ταχτοποιήθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο που τους έδωσαν, με τρία ράντσα στη σειρά, κάθισαν στην κοινή τραπεζαρία και γεύτηκαν το συσσίτιο που είχαν ετοιμάσει. Ύστερα, ενημέρωσαν τον στρατιωτικό Διοικητή για το ταξίδι τους και την αποστολή τους και ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους να ξεκουραστούν λίγο από την μεγάλη ταλαιπωρία.
Όλοι οι στρατιώτες που υπηρετούσαν στην φρουρά της Ικαρίας ήταν Σαμιώτες, πολλοί ήταν γνωστοί στους προσκόπους, επιστρατευμένοι της εθνοφρουράς, όπως και ο επικεφαλής αξιωματικός, ο Σαμιώτης λοχαγός Στραγαλάς από το Βαθύ.
Το βραδάκι, αρκετά φρεσκαρισμένοι, κατηφόρισαν για το λιμάνι, έκαναν μια βόλτα στην έρημη παραλία και κατέληξαν στο μοναδικό μεγάλο καφενείο - ζαχαροπλαστείο που υπήρχε στην μικρή παραθαλάσσια πόλη.
Πολλοί θαμώνες έπαιζαν τάβλι και χαρτιά, άλλοι διάβαζαν εφημερίδες της Αριστεράς, «Ελεύθερη Ελλάδα», «Μάχη» και «Ριζοσπάστη», έντυπα απαγορευμένα στη Σάμο. Κι όλοι απολάμβαναν ένα γνήσιο και πραγματικό καφέ, όχι τα μαυροζούμια της Κατοχής.
Η είσοδος των τριών προσκόπων στο καφενέ, αν και η παρουσία τους είχε γίνει γνωστή από το πρωί, έστρεψε το ενδιαφέρον και τα βλέμματα των θαμώνων πάνω τους. Η εμφάνιση των προσκόπων σε ένα τόπο που είχε γυρίσει την πλάτη του στο παρελθόν κι ονειρευόταν να οικοδομήσει ένα καινούργιο κόσμο, έμοιαζε λίγο παράκαιρη. Όμως η υποδοχή τους στο μαγαζί ήταν φιλική.
Στην Ικαρία συνεχιζόταν η πολιτική κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί με την απελευθέρωση του νησιού από τις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ και η απρόσκοπτη ειρηνική πορεία προς μια νέα Λαϊκή Δημοκρατία, μακριά από παλιά πολιτικά σχήματα, ξεπερασμένα και από το χρόνο και απ’ την ζωή.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, όλες οι οργανώσεις του ΕΑΜ λειτουργούσαν ελεύθερα, χωρίς κανένα εμπόδιο. Τα Δεκεμβριανά δεν άγγιξαν το νησί του Ικάρου. Μόνο η ύπαρξη μιας μικρής στρατιωτικής δύναμης με άνδρες της εθνοφρουράς αποτελούσε την μοναδική παρουσία του κράτους, όπως έχει διαμορφωθεί μετά τα Δεκεμβριανά και την συμφωνία της Βάρκιζας.
Εδώ υπήρχε μια άλλη πολιτική κατάσταση, ένας άλλος κόσμος, ταλαιπωρημένος από την κατοχή, αλλά περήφανος για τους αγώνες του και τις ελευθερίες που κατέκτησε. Οι Ικαριώτες δεν ήταν διατεθειμένοι να τις διαπραγματευτούν ή να τις ανταλλάξουν με καμιά Βάρκιζα.
Κάθισαν σε ένα τραπέζι, παράγγειλαν ένα γλυκό κι άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για την αυριανή μέρα.
Η πρώτη σκέψη ήταν να πάνε στα Θέρμα, να γνωρίσουν τα φημισμένα λουτρά της Ικαρίας, γιατί την επόμενη μέρα το καΐκι που τους έφερε, θα έφευγε για τους Φούρνους, όπου θα έμεναν ένα βράδυ, κι από κει για τη Σάμο. Έτσι λοιπόν, τους έμενε μόνο μια μέρα για να γνωρίσουν το νησί του Ίκαρου και άλλος τόπος πιο κοντινός και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ίσως, από τις ιαματικές πηγές, δεν υπήρχε. Τα Θέρμα, ο μικρός οικισμός με τα ιαματικά νερά, ήταν πολύ κοντά στον Άγιο Κήρυκο, μόνο μισή ώρα με τα πόδια, ένας περίπατος για τα νέα παιδιά από τη Σάμο.
Το πρωί, αφού πήραν το πρωινό μαζί με τους στρατιώτες, ξεκίνησαν για τα Θέρμα. Ο καιρός βοηθούσε και σε λίγο βρέθηκαν έξω από τα τελευταία σπίτια του Άγιου. Η διαδρομή ήταν θαυμάσια, από την μια οι απόκρημνες ακτές του μακρόστενου νησιού, που τις κατάβρεχε το φουρτουνιασμένο πέλαγος, από την άλλη η ορεινή Ικαρία με τις καταπράσινες πλαγιές, τα ψηλά βουνά, τις πεζούλες, τις αγροικίες και τα σκόρπια χωριουδάκια.
Ύστερα από αρκετή ταλαιπωρία, όχι μόνο από την κακή κατάσταση του δρόμου, αλλά από τα πολλά μονοπάτια που διασταυρώνονταν στην διαδρομή και τους μπέρδευαν, έφτασαν στο μικρό παραθαλάσσιο οικισμό.
Η ερημιά του μικρού οικισμού τους ξάφνιασε. Τίποτα δεν λειτουργούσε που να θυμίζει τη ξακουστή λουτρόπολη, όλα βρισκόταν σε μια πρωτόγονη θλιβερή κατάσταση. Ο πόλεμος και η Κατοχή πού πέρασε, είχαν αφήσει βαθειά τα σημάδια τους, στο ευαίσθητο παραθεριστικό οικισμό. Ο τόπος έμοιαζε εγκαταλειμμένος. Ψυχή ανθρώπου δεν φαινόταν πουθενά. Μόνο τα τρία νέα παιδιά τριγυρνούσαν στα έρημα μονοπάτια.
Χρειάστηκε να ψάξουν μόνοι τους να βρουν αυτές τις ξακουστές ραδιούχες ιαματικές πηγές, που η φήμη τους είχαν ξαπλωθεί πολύ μακριά από το θρυλικό νησί. Τις που όλοι τις παρομοίαζαν σαν την κολυμπήθρα του Συλωάμ, όπου όσοι πρόκαναν να βουτήξουν στα αγιασμένα νερά, την ώρα που Άγγελος Κυρίου ράγιζε με το φτερό του την στιλπνή επιφάνεια των υδάτων, εύρισκαν την υγειά τους και δόξαζαν το Θεό.
Κάπου ανακάλυψαν μια σπηλιά που συγκοινωνούσε με τη θάλασσα και κάτι τσιμεντένιες στέρνες που είχαν αντέξει στον παραλογισμό του πολέμου. Μόνο αυτές έδιναν την εικόνα μιας λουτρικής εγκατάστασης που εξυπηρετούσε τους λουόμενους όταν έπαιρναν το μπάνιο τους στα φημισμένα ιαματικά νερά της Ικαρίας. Στο βάθος της σπηλιάς ανέβλυζαν υδρατμοί, προφανώς από το ζεστό νερό, που προσέδιναν στο χώρο μια μεταφυσική διάσταση, κάτι σαν είσοδο σε τελετουργικό μαντείο.
-Τι λέτε παιδιά, βουτάμε; Έριξε την ιδέα ο Αναστάσης, ο πιο ζωηρός της παρέας.
Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Πέταξαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στις στέρνες με το ζεστό νερό. Οι φωνές και τα γέλια, αλλά κι ο θαυμασμός γι’ αυτό το θαύμα της φύσης, ήταν το μοναδικό σημάδι ζωής που ακουγόταν στον έρημο οικισμό.
Όταν βγήκαν απ’ το ζεστό νερό, ο ανοιξιάτικος αγέρας τους φάνηκε παγωμένος. Έτρεξαν να φορέσουν τα ρούχα τους πριν αρπάξουν καμιά πούντα και κρεβατωθούν στην Ικαρία για τα καλά. Ύστερα, αφού έκαναν ακόμα μια εξερεύνηση στον έρημο τόπο, ετοιμάστηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους. Στο στρατώνα τους περίμενε μια ζεστή φασουλάδα. Ο πρωινός περίπατος και το λουτρό στα Θέρμα τους είχε ανοίξει φοβερά την όρεξη και το αφράτο ψωμί μαζί, με μερικά κουτιά σαλμόν, που συνόδευαν το πατροπαράδοτο φαγητό, ήταν ένα συμπλήρωμα φανταστικό.
Αλλά πιο σπουδαίο από όλα τα πλούσια εδέσματα, ήταν η πρόσκληση από την ΕΠΟΝ της Ικαρίας που τους καλούσε στο βραδινό πάρτι, για να γιορτάσουν τα τρίχρονα από την ίδρυση της οργάνωσης.
Η αποδοχή της πρόσκλησης, βέβαια, δεν ήταν μόνο δική τους απόφαση, έπρεπε να το εγκρίνει και ο Διοικητής της φρουράς, μια και βρισκόταν φιλοξενούμενοι στο μικρό στρατώνα.
Τα παιδιά διψούσαν για ένα πάρτι, μα δεν τολμούσαν να το πουν. Ήθελαν τόσο πολύ να γνωριστούν με την νεολαία της Ικαρίας, να συνάψουν μερικές φιλίες, ή έστω γνωριμίες, κατά την σύντομη επίσκεψή τους στο νησί.
Τα πάρτι εκείνη την εποχή, και πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, ήταν ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης της νεολαίας. Ο «οικοδεσπότης», μαζί με το χώρο και το γραμμόφωνο ή, στην καλλίτερη περίπτωση, μιας κομπανίας από νέους μουσικούς, με μια κιθάρα και ένα ακορντεόν, είχε την φροντίδα να προμηθεύσει το κρασί και τη σάλα για το χορό. Οι άλλοι, οι προσκεκλημένοι, έφερνε καθένας και κάποιο μεζέ για τον κοινό μπουφέ.
Όμως το πράγμα με την πρόσκληση σε πάρτι από τους ΕΠΟΝίτες της Ικαρίας κάπου μπέρδευε. Οι «άλλοι» βρισκόταν στην αντίπερα όχθη, ήταν ο «εχθρός» μιας υποβόσκουσας αναμέτρησης, που δεν θα αργούσε να πάρει την μορφή μιας καταστρεπτικής, εμφύλιας σύρραξης.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, όπως είχε καταλάβει ο Νικήτας, οι δυο αντίπαλοι, ο λοχαγός με τους στρατιώτες του και οι άλλοι, οι ΕΑΜίτες της Ικαρίας, προσπαθούσαν, ο ένας να διεισδύσει στις γραμμές του άλλου, να μάθει τα μυστικά του, τις αδυναμίες του ίσως, να στρατολογήσει ανθρώπους, για να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση όταν θα άρχιζε η προετοιμαζόμενη πολεμική σύγκρουση. Ήταν ένα παιχνίδι φοβερό, που παιζόταν χωρίς έλεος σε βάρος της ησυχίας και της γαλήνης του τόπου.
Ο Διοικητής δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ, είχε πάρει από νωρίς τις αποφάσεις του. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να δείξει στους δύσπιστους ΕΑΜίτες της Ικαρίας πως δεν είχε τίποτα μαζί τους και όλα μπορούσαν να κυλήσουν ομαλά. Έτσι, χωρίς να δώσει καιρό για ερωτήσεις, είπε στους προσκόπους πως μπορούσαν να ετοιμαστούν για το βραδινό πάρτι.
Η απόφαση του Διοικητή τους ξάφνιασε. Τόσο εύκολα λοιπόν μπορούσαν να πάνε να διασκεδάσουν με τους ΕΠΟΝίτες της Ικαρίας;
Η χαρά που δύσκολα έκρυβαν, δεν τους άφηνε να σκεφτούν πολλά πράγματα. Τους έφτανε που θα περνούσαν ένα ευχάριστο βράδυ με τους νέους και τις νέες της Ικαρίας. Λυπήθηκαν μόνο που δεν είχαν μαζί τους μια αλλαξιά πολιτικά ρούχα. Η προσκοπική στολή ήταν πολύ ταλαιπωρημένη, από το ξενύχτι στα αμπάρια του καϊκιού, και πώς να την φορέσουν στο βραδινό σουαρέ; Κάπου βρήκαν ένα σίδερο και προσπάθησαν να την φρεσκάρουν. Αν τα κατάφεραν ή όχι αυτό δεν έχει και πολύ σημασία.
Το βράδυ, ήρθε ένα Αετόπουλο, τους πήρε και τους οδήγησε σε ένα διώροφο σπίτι, στα ψηλώματα της πόλης. Το πάρτι είχε αρχίσει. Η μεγάλη σάλα του σπιτιού που τους οδήγησαν, ήταν κατάμεστη από νεολαίους. Αγόρια και κορίτσια μαζί, διασκέδαζαν. Τα τραγούδια της ΕΠΟΝ και τα αντάρτικα της Εθνικής Αντίστασης δονούσαν την ατμόσφαιρα.
Για τον Νικήτα ήταν μια φανταστική βραδιά, όπως πολλές φορές είχε ζήσει στη Λέσχη της ΕΠΟΝ στη Σάμο στη διάρκεια της προσωρινής απελευθέρωσης του νησιού, από το Σεπτέμβριο ως το Νοέμβριο του ’43, από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας μέχρι την επανακάλυψη του νησιού από τους Γερμανούς, καθώς και τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση.
Μια μικρή ορχήστρα από ερασιτέχνες μουσικούς έπαιζε Νικαριώτικους σκοπούς και μερικά παιδιά χόρευαν στη μέση της αίθουσας. Ήρθαν τα πρώτα τραταρίσματα. Οι μεζέδες ήταν νόστιμοι, το κρασί καλό και η πρόσκληση με το χορό της «Σαμιώτισσας» έσπρωξε τα παιδιά από τη Σάμο, στον κάβο. Δεν ήξεραν και σπουδαία πράγματα, στα χρόνια της Κατοχής μόνο ο χορός δεν τούς απασχολούσε. Όμως στο μικρό διάστημα της απελευθέρωσης, - πάντα τα διαλλείματα της Ελευθερίας στο νησί, ήταν μικρής διάρκειας, κάτι σαν φευγαλέο όραμα- όταν λειτουργούσε η λέσχη της ΕΠΟΝ, έγινε μεγάλη προσπάθεια να μάθουν τα παιδιά κάποιους χορούς, όχι μόνο Ελληνικούς, αλλά και Ευρωπαϊκούς.
Η ντόπια μουσική κομπανία περνούσε από τον ένα χορό στον άλλο και σκορπούσε άφθονο το κέφι. Πέρασαν τα συρτά και τα καλαματιανά, μνημονεύτηκαν με τα τραγούδια όλα τα νησιά του Αιγαίου, με τους καημούς και τις χαρές τους, ήρθαν τα Ευρωπαϊκά, το ταγκό, το βαλς, τα κύματα του Δουνάβεως, σηκώθηκαν τα πρώτα ζευγάρια. Οι πρόσκοποι δεν είχαν θάρρος να ζητήσουν κοπέλες για χορό, έτσι έμειναν να πίνουν το κρασί τους και να κοιτάνε τους άλλους να χορεύουν.
Τότε ήρθε η κοπέλα, ένα πανέμορφο νέο κορίτσι ως 16 χρόνων, με δυο λαμπερά μαύρα μάτια που φώτιζαν ένα γλυκό πρόσωπο, ενώ δυο πλεξούδες μαλλιά στόλιζαν με χάρη τους κοριτσίστικους ώμους. Με αρκετό θάρρος πήγε στον πρώτο πρόσκοπο.Τυχερός στάθηκε ο Νικήτας. Σε λίγο βρέθηκε να χορεύει μαζί της. Καθώς στριφογύριζε με την όμορφη μικρή ΕΠΟΝίτισσα στο ρυθμό του Γιόχαν Στράους, ένιωσε ξαφνικά να βρίσκεται σε ένα άλλο κόσμο, μακριά από την θλιβερή πραγματικότητα. Ζούσε τη συνέχεια ενός ονείρου που είχε διακοπεί με βίαιο τρόπο μια βραδιά του περασμένου Δεκέμβρη, στη Λέσχη της ΕΠΟΝ στη Σάμο.
Άξιζε λοιπόν η τριήμερη ταλαιπωρία στο αμπάρι του καϊκιού. Αυτό το κορίτσι που κρατούσε ανάλαφρα στην αγκαλιά του, όταν χαμογελούσε άνοιγε δρόμους που μόνο σε όνειρα μπορούσες να χαράξεις.
Κάποια στιγμή, όταν είχαν αποκαταστήσει μια επικοινωνία, αισθάνθηκε την ανάγκη να της μιλήσει και για την δική του συμμετοχή στην ΕΠΟΝ και την δράση του στην Εθνική Αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής. Η μικρή κοπέλα κάπως ξαφνιάστηκε, η προσκοπική στολή την είχε προδιαθέσει διαφορετικά. Και να που μπροστά της τώρα της μιλούσε ένας συναγωνιστής, ένας ΕΠΟΝίτης από τη Σάμο. Η αποκάλυψη αυτή ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για την Τούλα, -έτσι έλεγαν το όμορφο μελαχρινό κορίτσι. Άρχισε να του μιλάει για την δική της ζωή, για τα όνειρά της για το μέλλον. Κάπου εκεί τέλειωσε ο χορός. Επέστρεψε στη θέση του. Η μικρή ΕΠΟΝίτισσα, το κορίτσι με τα μαύρα μάτια και το γλυκό χαμόγελο, είχε εξαφανιστεί. Την αναζήτησε με το βλέμμα σε κάθε γωνιά της αίθουσας, μα δεν βρισκόταν πουθενά.
Η ξαφνική απουσία της τον στεναχώρησε, δεν ήξερε πώς να την εξηγήσει, ήθελε τόσο πολύ να συνεχίσουν την κουβέντα, να γνωριστεί μαζί της, να μάθει περισσότερα για τη ζωή της, για τα όνειρα, τις σκέψεις της για την καινούργια κοινωνία που ήθελαν να κτίσουν. Του ήταν αδύνατο να πιστέψει πως θα φύγει από το πάρτι χωρίς να την ξαναδεί. Έτσι, κάθε φορά κοιτούσε με αγωνία τους ανθρώπους που έμπαιναν ή έβγαιναν από την αίθουσα του χορού. Σίγουρα το σπίτι είχε και άλλα δωμάτια, κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα παρουσιαζόταν και η Τούλα.
Ενώ οι δυο φίλοι του χόρευαν, -επί τέλους είχαν βρει ταίρι για το χορό- μια άγνωστη κοπέλα τον πλησίασε και του ζήτησε με λίγο περίεργο τρόπο, θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει ακόμη και συνωμοτικό, να την ακολουθήσει. Έσπευσε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της άγνωστης κοπέλας, με την κρυφή ελπίδα πως εκεί που θα πάγαινε θα συναντούσε και το ονειρικό κορίτσι, που τόσο τον είχε αναστατώσει.
Σε λίγο βρέθηκαν στην κουζίνα του σπιτιού, όπου επικρατούσε ένας πυρετός ετοιμασίας, από γυναίκες και κορίτσια που παρασκεύαζαν τους μεζέδες για το πάρτι. Τότε, στο βάθος μικρού διαδρόμου είδε την Τούλα να του χαμογελάει. Σε λίγο βρέθηκε να κάθεται σε ένα άτυπο συμβούλιο των ΕΠΟΝιτών της περιοχής, όπου η ιστορία του είχε προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον. Το κορίτσι ανέλαβε να κάνει τις συστάσεις. Χάρηκαν πολύ οι συναγωνιστές της Ικαρίας που, σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, βρέθηκαν να κουβεντιάζουν με ένα ΕΠΟΝίτη απ’ τη Σάμο. Τα νέα από τη Σάμο ήταν τόσο λίγα, η επικοινωνία ανάμεσα στα δυο νησιά σχεδόν ανύπαρκτη, γι’ αυτό, η παρουσία ενός Σαμιώτη ΕΠΟΝίτη στην Ικαρία, έστω και κάτω από αυτές τις λίγο παράξενες συνθήκες, ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να μάθουν κάποια πράγματα και, αν μπορούσαν, να αποκαταστήσουν μια επαφή με το μεγάλο νησί.
Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Ο Νικήτας αναφέρθηκε στα θλιβερά γεγονότα του Δεκέμβρη στη Σάμο, την αιματηρή ενέδρα στο Κοκκάρι, την διάλυση των αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ και την δολοφονία του αγωνιστή γραμματέα του ΚΚΕ Σάμου- Ικαρίας Γιώργου Πασβάνη. Μίλησε για την Λέσχη της ΕΠΟΝ στο Βαθύ, για τις όμορφες μέρες που πέρασαν στο μικρό διάστημα της ελευθερίας, για την τρομοκρατία που ακολούθησε και ανάγκασε πολλά παιδιά της οργάνωσης να περάσουν στους προσκόπους, για να μη τους αποβάλουν από το σχολείο.
-Η δική σας ελευθερία και η ύπαρξη των οργανώσεων στην Ικαρία, είναι μια ελπίδα που θα μεταφέρω στη Σάμο. Βλέπω δεν έχουν χαθεί όλα, ότι κάπου σκοντάψαμε στο νησί μας, ότι μπορεί να έρθουν καλλίτερες μέρες και να ξαναζωντανέψουν οι αντιστασιακές οργανώσεις. Αυτό που έζησα απόψε εδώ είναι ένα υπέροχο γεγονός, η χαρά που μου δώσατε είναι μεγάλη.
Στο σημείο αυτό το βλέμμα του συναντήθηκε με το βλέμμα της Τούλας, που όση ώρα μιλούσε τον κοιτούσε με θαυμασμό. Και συνέχισε:
-Όταν φτάσω στη Σάμο, θα προσπαθήσω να τα μεταφέρω όλα αυτά στους συντρόφους και στους φίλους μας. Ίσως οι πρόσφυγες και οι στρατιώτες που επιστρέφουν τώρα από την Μέση Ανατολή, δημιουργήσουν με την παρουσία τους, ένα άλλο πολιτικό κλίμα, όμοιο μ’ αυτό που είδα στην Ικαρία, που θα επιτρέψει την επαναλειτουργία των οργανώσεων του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ στη Σάμο, άφησε να φανεί μια ελπίδα για ένα καλλίτερο αύριο: Τόσο αίμα και τόσοι αγώνες δεν μπορούν να πάνε χαμένα. Όλοι οι Λαοί βρίσκουν το δρόμο τους, κάπου και η Ελλάδα θα βρει το δικό της. Από τις στάχτες του πολέμου ένας άλλος κόσμος γεννιέται… Η εξέλιξη είναι το ποτάμι που τρέχει και καμιά δύναμη δεν μπορεί να το γυρίσει πίσω. Το μέλλον σίγουρα είναι δικό μας… συμπλήρωσε με την σιγουριά ενός οραματιστή που βλέπει τις πύλες του μέλλοντος ν’ ανοίγουν διάπλατα μπροστά του.
Η ματιά του αναζήτησε της Τούλας το γλυκό χαμόγελο. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει ακατάστατα και το αίμα να εκσφενδονίζεται σαν μια πύρινη σφαίρα και να του κατακαίει το πρόσωπο. Στον αόρατο επικοινωνιακό κόσμο που κατέκλυζε την ψυχή τους, με χιλιάδες μηνύματα, έδωσαν την υπόσχεση, τον δρόμο αυτό που ανοιγόταν μπροστά τους να τον βαδίσουν μαζί…
Δεν ήταν σωστό να απουσιάσει πολύ ώρα από την αίθουσα του χορού, μπορεί οι φίλοι του κάτι να ψυλλιαστούν. Η σχέση του με την οργάνωση της ΕΠΟΝ ήταν γνωστή, γι’ αυτό έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός, να μη δίνει αφορμές για επικίνδυνα κουτσομπολιά.
Αποχαιρέτησε τους ΕΠΟΝίτες της Ικαρίας, έδωσαν την υπόσχεση για μια νέα συνάντηση κάτω από καλλίτερες συνθήκες, έσφιξαν τα χέρια και, με το κορίτσι συνοδό, επέστρεψε στη σάλα του χορού.
Η βραδιά πέρασε ευχάριστα. Σε κάθε χορό, ευρωπαϊκό ή παραδοσιακό, βρισκόταν κοντά στην Τούλα. Οι φίλοι του τον ζήλεψαν. Δεν κατάλαβαν τίποτα από όσα έγιναν εκείνη την βραδιά στο πάρτι με τους ΕΠΟΝίτες της Ικαρίας.
Λίγο πριν ξημερώσει επέστρεψαν στο οίκημα του στρατώνα. Την ίδια μέρα είχαν αναχώρηση. Ευτυχώς το καΐκι έφυγε μεσημέρι από τον Άγιο Κήρυκα για τους Φούρνους, όπου θα περνούσαν την νύχτα και το πρωί θα ταξίδευαν για τη Σάμο.
Στην αποβάθρα ήρθαν πολλοί νέοι της Ικαρίας να τους καταβοδώσουν. Ανάμεσά τους και η Τούλα, το ονειρικό κορίτσι με τα μαύρα μάτια, και το γλυκό χαμόγελο.
Τα ταξίδια μπορεί να τα ονειρεύεται και να τα λαχταράει η ψυχή του ανθρώπου, αλλά έχουν το κακό να χωρίζουν πρόσωπα αγαπημένα.
Κράτησε πολύ ώρα τα χέρια της ανάμεσα στα δικά του, έδωσαν υπόσχεση για μια νέα συνάντηση το καλοκαίρι, στις γυμναστικές και αθλητικές επιδείξεις των Γυμνασίων του νομού, και το καΐκι έλυσε τους κάβους και ξανοίχτηκε στην ανοιχτή θάλασσα.
Τα χέρια έμειναν υψωμένα σε ένα ατέλειωτο αποχαιρετισμό, ώσπου θάμπωσε η εικόνα, έσβησαν οι μορφές κι έμεινε ένας βράχος στον ορίζοντα, να θυμίζει ένα όραμα που άφησαν πίσω τους στην πανέμορφη Ικαρία…
Νίκος Νόου
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.