ΕΝΑ ΑΠΟ τα νησιά του Βορείου Αιγαίου (ή αλλιώς, Ανατολικών Σποράδων) που γιορτάζει εφέτος τη συμπλήρωση 100 χρόνων ελληνικής ελευθερίας είναι η Ικαρία, ανάμεσα στη Σάμο και στις Κυκλάδες, γνωστός τόπος εξορίας των «αντιφρονούντων» στο μεσοπόλεμο και στα μεταπολεμικά χρόνια (Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ικαρία, όπως και η Κύπρος, είναι τα μόνα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου όπου είναι γνωστό και τιμάται ιδιαίτερα το κολοκάσι.)
Η ιδιαιτερότητα με την απελευθέρωση της Ικαρίας είναι ότι προηγήθηκε των βαλκανικών πολέμων: Στις 17 Ιουλίου 1912 οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν και κατάφεραν με σχετική ευκολία να καταστείλουν την αντίσταση της τουρκικής φρουράς, οι άνδρες της οποίας στάλθηκαν στη Μικρά Ασία. Είχε προηγηθεί (Απρίλιος - Μάιος 1912) η κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά, τόσο στην εκδήλωση της εξέγερσης των Ικαρίων, όσο και στην αδυναμία αντίδρασης της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για μερικούς μήνες η Ικαρία κηρύχθηκε Ελεύθερη Αυτόνομη Πολιτεία, με διοίκηση και ξεχωριστή σημαία (κυανή με λευκό σταυρό στο κέντρο), αφού οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την ένωση με την Ελλάδα. Μετά την έκρηξη των βαλκανικών πολέμων το αντιτορπιλικό «Θύελλα» αποβίβασε άγημα του ελληνικού στόλου στο νησί και στις 4 Νοεμβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή της ένωσης της Ικαρίας με την Ελλάδα, που επικυρώθηκε και διεθνώς με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913.
Καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση της Ικαρίας διαδραμάτισε ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Μυριανθόπουλος, από τον Πρόδρομο (1874-1962), ανιψιός του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄. Ο Μυριανθόπουλος, υπότροφος του Κύπριου Πατριάρχη Αντιοχείας Σπυρίδωνος, σπούδασε στη Χάλκη και στη Σχολή Σταυρού των Ιεροσολύμων, ενώ εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου στη Δαμασκό, στην εποχή της κορύφωσης της σύγκρουσης αραβοφώνων και ελληνοφώνων, που οδήγησε στην έξωση του Σπυρίδωνος. Στη συνέχεια σπούδασε στην Αθήνα, νομικά και φιλολογία, και το 1909-1911 στάλθηκε στην Ικαρία ως επόπτης των ελληνικών σχολείων, σε άμεση συνεννόηση με το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών και τον Ίωνα Δραγούμη, τότε τμηματάρχη του ΥΠΕΞ. Ο Μυριανθόπουλος επέστρεψε στην Ικαρία το 1912 και μετέφερε την έγκριση των Αθηνών για την εξέγερση, αναλαμβάνοντας να μυήσει τους κατοίκους σε αυτήν. Στο μήνυμα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τους Ικαριώτες τονιζόταν: «Οι βραδύνοντες ου στεφανούνται»… Μετά την εξέγερση ο Μυριανθόπουλος είχε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη των «Κανονισμών» (άτυπου Συντάγματος της «Ικαριακής Πολιτείας») και στη διοίκηση του νησιού. Ενεπλάκη, όμως, στις τοπικιστικές και στις προσωπικές διαμάχες που ξέσπασαν (απειλήθηκε σύγκρουση «βορείων και νοτίων» για το θέμα της πρωτεύουσας του νησιού, για το οποίο έριζαν Άγιος Κήρυκος και Εύδηλος), και το 1915 επέστρεψε οριστικά στην Κύπρο. Προσλήφθηκε ως «διευθυντής των γραφείων» της Αρχιεπισκοπής και ήταν για χρόνια ο αρχειοφύλακάς της, ενώ παράλληλα δίδασκε και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, όπου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους μαθητές. Με τον ιδιότυπό του γραφικό χαρακτήρα αντέγραψε χιλιάδες έγγραφα του Αρχείου, διασώζοντάς τα από την καταστροφή. Επιβλητική φυσιογνωμία (συνέβαλε και το πελώριο μουστάκι του σε αυτό) ήταν μια ξεχωριστή φιγούρα της πνευματικής Λευκωσίας των τελευταίων δεκαετιών της Αγγλοκρατίας. Απεβίωσε πριν από πενήντα χρόνια, το 1962, ακριβώς μισόν αιώνα ύστερα από την εξέγερση στην Ικαρία.
* Ο Π. Παπαπολυβίου είναι αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.