20/03/2012 - 00:09Θύμησες

Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που ήμουν κατακλυσμένος από εκείνο το παιδικό αίσθημα ευφορίας, εκείνο που δίεπε το είναι μου, τη στιγμή που ο Γρηγόρης τα «φύλαγε» στο κρυφτό, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Πολυκάρπου, κι εγώ έτρεχα αλαφιασμένος για να βρω την πιο ανεπανάληπτη κρυψώνα.

Ο καθρέφτης είναι ένα πολύ καλό μέσο από πολύ παλιά για να ερχόμαστε σε επαφή με την ομορφάδα μας. Βοηθάει πολύ να μην βγαίνουμε από το σπίτι μας σαν τους μουρλούς… αναμαλλιασμένοι, ντυμένοι όπως να ‘ναι και μακιγιαρισμένοι όπως να ‘ναι, [ασχέτως αν κάποιοι δεν τον συμβουλεύονται αρκετά (άσχετο και αυτό)].

Όχι πως δεν άρεσαν στη γιαγιά τα παραμύθια, όταν είχε χρόνο έπλαθε διάφορα με απίστευτη ευκολία, μα οι δουλειές ήταν πολλές. Μπουγάδα, άπλωμα, τάισμα των ζωντανών, μαγείρεμα, πότισμα, πλύσιμο των πιάτων, καθάρισμα του δωματίου μας, κοινό για κείνη και για τα ανεπρόκοπα εγγόνια... Ε, ήθελε να πηγαίνει για ύπνο «με τις κότες».

27/01/2012 - 10:18Η συνάντηση

Η αδερφή μου, μου τσιμπάει το πόδι για να το απομακρύνω από το δικό της. Ιδρώνει λέει αλλά έτσι στριμωγμένες που είμαστε μέσα στο αγροτικό αυτοκίνητο του μπαμπά και με την ζεστή αυτή του Αυγούστου δεν μπορώ να κάνω και πολλά…

Το νησί μου, ο τόπος μου, η ολοκληρωτικά δική μου πατρίδα. Το μέρος όπου όταν αναπνέω ο αέρας γεμίζει όλη τη καρδιά και νιώθω τους παλμούς μου να χτυπούν δυνατά στη πλάτη και στο στήθος. Η Ικαρία έχει πολλές ομορφιές και εκείνη τη παράξενη ενέργεια που σε κάνει να νιώθεις ελεύθερος, χαλαρός και αγαπημένος.

Κάτι με τάραξε όταν μια φίλη, γέννημα θρέμμα της πόλης χωρίς καταγωγή από κάποια επαρχεία, πάνω σε μια συζήτηση μου είπε ότι δεν αναγνώριζε τα δέντρα. Έμεινα σιωπηλή. Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις οι παιδικές αναμνήσεις σού στοιχειώνουν το μυαλό. Πόσα ακόμη άραγε δεν ήξερε...; Ήθελα να της πω πολλά. Να της περιγράψω πως είναι να μεγαλώνεις στην φύση.

16/12/2011 - 01:15H σκυτάλη

Σαφισμένη αφ’ το βολοϋρισμα του νου/ξορκίζω τις σκέψεις/ελικοπτερισμούς σε κενό αέρος/ζαρώνω τα φρύδια απότομα/και απανόθωρα τα μάθκια μου/του σπιθκιού τις ουρανιές.

Τελευταία, με τις αμέτρητες συζητήσεις και διαπιστώσεις για το πόσο πίσω γυρνάμε προσπάθησα να πάω πίσω στο χρόνο και να βρω κάτι από εκείνη την εποχή που να είναι πολύ ευχάριστο. Ήθελα να βάλω τα δάχτυλα κάπου, να σκαλίσω και να βγει στην επιφάνεια η αισιοδοξία και πλούσια συναισθήματα.

Να σου πω κάτι; Ήταν Μεσημέρι. Ήταν Μεσημέρια. Πριν πολλά χρόνια. Μες το λίλιρο να ζάλεις, μες τα χωράφια, τρέχοντας με το αναψοκοκκινισμένο από την αλμύρα και τον ήλιο πρόσωπο, να βιάζεσαι να βρεθείς στην αυλή του παππού, εκεί πάνω απ' τη θάλασσα. Στην αυλή σαν σε κατάστρωμα που ήταν. Ναι! Αν πήγαινες στην άκρη νόμιζες ότι θα πέσεις μέσα. Μες το μπλε!

Έχω την τύχη και την τιμή να κατάγομαι από έναν από τους καταπληκτικότερους ανθρώπους του κόσμου (του δικού μου έστω)-τον Κοτσοδαιμόνιο- το Γιώργο Τσιμπίδη που μας άφησε στα 94 του χρόνια-κληροδοτώντας μας όμως ιστορίες, αστεία και πολλή αγάπη, τόσο μεγάλη και τρανή που μας συνοδεύει παντού.

Σελίδες