Μια ένοχη πέτρα

Φωτογραφία: Παρασκευή Κουλουλία

Αν κρίνω από τους νέους ανθρώπους που ξέρω, έχω, ή μάλλον είχα διαφορετικά γνωρίσματα από αυτούς στην ηλικία τους, ιδίως στη σχέση μου με ηλικιωμένα άτομα. Σήμερα, τα ηλικιωμένα άτομα, τα πιο συγγενικά τους μάλιστα, φαίνεται να απωθούν τους νέους. ΄Ισως να οφείλεται και στα επί μέρους πρόσωπα.

Πάντως εκείνο που χαράχτηκε ζωηρά στη μνήμη μου και κατά διαστήματα ανεβαίνει στο φως, είναι ότι οι φίλες της γιαγιάς μου ήταν και δικές μου φίλες. Και όταν έρχονταν στο σπίτι, μαζευόμουν κι εγώ δίπλα τους και άκουγα τα νέα τους και τις ιστορίες τους.

Ήταν εκείνη η γιαγιά που μάς έλεγε «πισούβληδες» (=διαβολάκια) και κρεμόμασταν από το στόμα της για ό,τι είχε να μας πει.

Είχε και έναν «φίλο», τον κύριο Δημοσθένη, που έρχονταν να τη βρει όταν ήταν στο χωριό, και την Αρχοντούλα την Τσίταινα που το αρχοντικό της ήταν στο ρέμα, εκεί όπου μπουγάδιαζαν οι κοπέλες του χωριού και έτρεχαν τα νερομάμουνα πάνω στο νερό, εκεί όπου καλαβαρκίζαμε, μικρά παιδιά, με τον Κωστάκη τον Μαυρίκη, ίσως και με τη Δεσποινούλα, κάτω από τα τεράστια πλατάνι

Την κυρά Γραμματικούλα τη Μαυρίκαινα που ανηφόριζαν μαζί με τη γιαγιά για την εκκλησία του Μαυράτου ή του Μαυρικάτου. Αυτή η γιαγιά ήταν η υποτακτική της πεθεράς της, της κυρά Λεμονιώς, και έκανε για χατίρι της τους κήπους στη Λιναρέ και στο ρέμα, που μόλις είπαμε, των  Λακέδων. Το επίθετο ήταν Λακιός ή Λακίδας... απ’ όπου πήρε το όνομά του το ρέμα. Ζαρζαβατικά πάσης φύσεως, ιδίως όταν έπεσε έξω η δουλειά με το εμπορικό. Από τα χέρια της «Παλικαρούς» τρέφονταν το σπίτι.

Η Ιωάννα, η Σταματούλα η Ολιβιέραινα, η αδελφή της Χρύσα Δαπέργολα (ή Δαπεργολού) ήταν από τις παρέες της γιαγιάς στην Αθήνα. Αυτή η γιαγιά μού μάθαινε και λίγα «αράπικα» και τραγουδάκια της εποχής της και τις ιστορίες που ζούσε η ίδια. Εκείνη ήξερε να σου πει και την ιστορία με τον μεγάλο εγγονό της όταν κτύπησε το κεφάλι του σε ένα βράχο πάνω στο παιχνίδι και τον έτρεχαν στο Νοσοκομείο να του το ράψουν. Το αίμα ποτάμι κι η γιαγιά που δεν της έλεγαν τίποτε νόμιζε ότι ο εγγονός της είχε πεθάνει. Σε τέτοιες στιγμές τα βάζεις με την πέτρα και όχι με το άτακτο παιδί. Η μυτερή πέτρα έφταιγε που βρέθηκε εκεί. Εμείς όμως ξέρουμε ότι το αντίθετο συνέβαινε.

Στην άλλη όμως ιστορία με την πέτρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι πέτρες επιτελούσαν θεάρεστο έργο. Στα χέρια ανθρώπων, και μάλιστα νέων, άνοιγαν δρόμο σ’ ένα μεγάλο μέρος του παραλιακού τοπίου του νησιού. Με τσαπιά και άλλα μέσα της εποχής, μιλάμε για τα χρόνια του 50-52, κατέβαζαν τα χώματα και τις πέτρες της πλαγιάς, κάνοντας τη διάνοιξη, το πέρασμα που θα διαμόρφωναν σε δρόμο. Οι πέτρες-πρέπει να πούμε και τα χώματα-υπάκουαν σε μεγάλο μέρος στις προσταγές των αφεντικών τους, των εργατών. ΄Ηταν και νέοι και γεμάτοι σφρίγος κι ήταν ένας λόγος παραπάνω, οι θηλυκές πέτρες, να ακολουθούν τον ρυθμό τους.

Μια από αυτές όμως, μη ξέροντας κι εκείνη πώς, ξέφυγε από τον έλεγχο, παραστράτησε κι έπεσε και χτύπησε κατακέφαλα τον δεκαεπτάχρονο Ξένο. Αυτό ήταν το όνομά του. ΄Ηταν κεραυνοβόλος-ακαριαίος ο θάνατος, όπως κι ο έρωτας που ο νέος δεν αξιώθηκε να γνωρίσει. Τον θρήνησαν οι δικοί του, όπως ήταν φυσικό, και οι φίλοι του. Κι ακόμη τον θρηνούν.

Κι η πέτρα εκείνη, που το κακό έγινε άθελά της δεν μπόρεσε να βρει ησυχία. Στριφογύριζε από εδώ, στριφογύριζε από εκεί και κάποια στιγμή έφτασε ως τη θάλασσα κι έπεσε μέσα. Μάλλιασε με τον καιρό κι έγινε ένα με τον βυθό που σχεδόν έγινε ο τάφος της. Είχε τιμωρηθεί αρκετά, ρίχνοντας μαύρο δάκρυ κάτω απ’ το κύμα, που κανείς δεν το έβλεπε. Και πάλι δεν έφθανε για να ξεπλύνει τη συμφορά που είχε προκαλέσει.

Ώσπου κάποια στιγμή την ανασήκωσε η μπίγα και τη μάζεψε μαζί με άλλες πέτρες για την προέκταση του λιμανιού. Εκείνη όμως σαν να παρεξέκλινε από την πορεία των άλλων και σαν να θύμισε, εκεί όπου έπεσε, ότι επισκευή και προέκταση χρειάζονταν και το καμπαναριό του χωριού. Και τότε, αυτήν και μερικές άλλες τις πήραν πράγματι για το καμπαναριό της Μεταμόρφωσης. Και από τότε στηρίζοντας κι αυτή το καινούργιο φτερό του καμπαναριού, στεγάζει και τον αδικοχαμένο νέο, και στα νεότερα χρόνια τα οστά του, και τον προφυλάγει στοργικά από τις κακοκαιρίες, έστω της άλλης του ζωής, όπου τον οδήγησε άθελά της.

Ηρώ Τσαρνά - Κόχυλα
irotsarna@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθες πτήσεις της Ηρώς Κόχυλα – Τσαρνά.

Καριώτικες Ιστορίες: Πάρε μέρος!