H άφιξη

Λεπτομέρεια από φωτογραφία της Χρύσας Καράφτη.

Το πλοίο, αφού λικνίστηκε για μερικές ώρες ρυθμικά στον ρυθμό των κυμάτων, που στο Ικάριο είναι συνήθως μεγάλα όταν φυσάει ο βοριάς, έφτασε στο λιμάνι του Ευδήλου. Μαύρα μεσάνυχτα.

Πάλι καλά, τις παλιές εποχές, τότε που τα πλοία ήταν πιο αργά, η ώρα άφιξης ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα.

Και το πλήθος των επιβατών, ξεπερνώντας την νύστα και την ζαλάδα της πολύωρης ταλάντευσης, εκβάλει φουριόζο να αποβιβαστεί. Η λιτότητα του λιμανιού, ένας σκέτος λιμενοβραχίονας να κόβει τον μανιασμένο βοριά, ο χαμηλός φωτισμός, τα νυσταγμένα, αξύριστα πρόσωπα των συγγενών που περιμένουν τους δικούς τους, τα παλιά και κακοπαθημένα μεταφορικά μέσα που περιμένουν του επιβάτες, φτιάχνουν ένα σκηνικό χτυπητής αισθητικής αντίθεσης με το πλοίο, που έχει προσπαθήσει να είναι έμβλημα της προόδου της κοινωνίας μας, αλλά και αντίθεσης με το κοινό που κατέβηκε στην αμέσως προηγούμενη στάση, την κοσμοπολίτισσα Μύκονο.

Περπατώντας κατά μήκος του λιμενοβραχίονα, προς την έξοδο, εκεί που περιμένουν τα μεταφορικά μέσα, τα ταξί η τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, μία σκέψη σε ταλανίζει: Γιατί, γαμώτο, δεν έφερα το αυτοκίνητο, να γλιτώσω από το σπρέι των κυμάτων του πελάγους που σκάνε πάνω στον λιμενοβραχίονα; Να γλιτώσω και από όλον αυτόν τον νυχτερινό ποδαρόδρομο, σπρώχνοντας και ακολουθώντας το ομοιοπαθές πλήθος, καθώς προσπαθούμε παράλληλα, όλοι, να κουβαλήσουμε βαλίτσες, να χαιρετήσουμε ευγενικά μέσα στο μισοσκόταδο όσους γνωστούς μας σταματάνε, να γλυτώσουμε από τα αυτοκίνητα που βγαίνουν από το πλοίο, αγωνιζόμενα και αυτά να περάσουν χωρίς να μας πατήσουν;

Έχει κάτι το σουρεαλιστικό αυτή η νυχτερινή πορεία, καθώς μοιάζει περισσότερο με πορεία προσφύγων, παρά ταξιδιωτών που κυνηγούν την αναψυχή. Θα μπορούσε να εκτυλίσσεται ίσως και σε άλλα μέρη, που η συλλογική μας φαντασίωση τα θεωρεί «κατώτερα», Αφγανιστάν, Συρία, Μαρόκο.

Και όμως, σε εμάς τους εραστές του νησιού, στους μετόχους της γονιδιακής του τράπεζας, δεν μας κακοφαίνεται, ίσα ίσα, το κάνουμε συνέχεια, ξανά και ξανά, χωρίς διαμαρτυρία, πολλές φορές και με αίσθημα θαλπωρής.

Αυτή η άφιξη, που για όσους έχουν συνηθίσει τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού μας μπορεί να τους φανεί σαν μία κατάβαση στο υπανάπτυκτο παρελθόν, δένει καλά και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του νησιού. Που ζει, συνολικά, σε μία άλλη εποχή.

Βλέποντας τα πρόσωπα των συμπατριωτών μου, αυτών που ζουν εκεί όλον τον χρόνο, σκαμμένα από ρυτίδες που δεν προσπαθούν να κρύψουν, φορώντας ότι τους είναι βολικό, χωρίς να νοιάζονται για μόδα, αφήνοντας τα γένια τους να μακρύνουν, η τα μαλλιά τους χωρίς βαφές οι γυναίκες, αδιαφορώντας για τον μοιραίο μετασχηματισμό των σωμάτων που φέρνει η ηλικία, μου έρχεται στον νου το ίδιο το νησί. Βρίσκω μία αναλογία στα βλοσυρά τους πρόσωπα, ενώ τους ξέρω ότι είναι άνθρωποι καλοκάγαθοι, έτοιμοι να γελάσουν και να χωρατέψουν μόλις αισθανθούν κάποιον κοντινό και οικείο τους, μία αναλογία με το τοπίο: Αλίμενη η Ικαρία και περιτριγυρισμένη από άγρια, εχθρική θάλασσα, αλλά τόσο φιλόξενη σε όποιον πατήσει την γη της και προσπαθήσει να την γνωρίσει ειλικρινά. Οι χαρακιές και οι ρυτίδες στα πρόσωπα, καθρέπτης του ορεινού, γεμάτου χαράδρες ανάγλυφου, η ελευθερία από τις συμβάσεις της αστικής εμφάνισης και ζωής, αντίτιμο για την προσπάθεια, μεγάλη προσπάθεια, που χρειάζεσαι να κάνεις για μία οποιαδήποτε ενέργεια που θα βοηθήσει την ζωή εδώ και θα υποτάξει την αντίξοη φύση. Ακόμα και η απειθαρχία των εντοπίων στην ώρα, είναι και αυτό περισσότερο ανάγκη, αφού οι αποστάσεις είναι μεγάλες, τα μέσα παρωχημένα, το πεδίο δραστηριότητας εκτεταμένο.

Οι τόποι, κάνουν τους ανθρώπους.

Τα σκέπτομαι αυτά καθώς αναρωτιέμαι συχνά, τι στο καλό με τραβάει κάθε φορά να επιστρέφω στον τόπο τον προγόνων μου; Τι με κάνει εμένα, ένα παιδί της πόλης, ζυμωμένο με τα οράματα του διαφωτισμού και του ορθολογισμού, έναν άνθρωπο των επιχειρήσεων, που έχει ταξιδέψει στην μισή υφήλιο, που εκστασιάζεται με τα βιομηχανικά τοπία και τις νέες τεχνολογίες, να επιλέγει κάθε φορά, με χαρά, πολύ συχνά, να έρχεται στο νησί. Δεν μπορεί να είναι μόνο το τοπίο και η Φύση, αφού η μνήμη μου κουβαλάει πολλά τοπία απαράμιλλης ομορφιάς, δεν μπορεί να είναι οι άνθρωποι, αφού τόσο λίγο τους ξέρω.

Σκέπτομαι τους σολομούς, η τα χέλια, που ξαναγυρνάνε πάντα στα μέρη που γεννήθηκαν, αυτοί, η, οι πρόγονοι τους, για να γεννήσουν και αυτοί τις νέες γενεές. Μπορεί να είναι αυτή, η ελάχιστα γοητευτική, σχεδόν ντετερμινιστική, ερμηνεία, για την συμπεριφορά μου; Θα μπορούσε, γιατί δεν είμαι μόνος, ο δεσμός όλης της διασποράς, από την Αμερική, την Αυστραλία, μέχρι και την κοντινή Αθήνα, με το νησί είναι ισχυρός. Ίσως και άλλοι τόποι, ξέρω π.χ. την Κάλυμνο, να έχουν παρόμοιο δέσιμο με τους δικούς τους ανθρώπους.
Ίσως όμως μέρος της γοητείας να προέρχεται από τον ίδιο τον οπισθοδρομικό χαρακτήρα της κοινωνίας του νησιού. Καθώς η εποχή μας τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, τίποτα σχεδόν δεν φαίνεται να αλλάζει εδώ. Η γειτονική Σμύρνη, για παράδειγμα είναι στην κυριολεξία μία άλλη πόλη κάθε δύο χρόνια, οι αλλαγές του τοπίου είναι καταιγιστικές. Ενώ εδώ θυμάμαι κάθε πέτρα, σχεδόν, στην ίδια θέση από τότε που ήμουν παιδί. Οι νέοι, άλλο παράδειγμα, μαζί με τον Καριώτικο στα πανηγύρια χορεύουν και βαλς, όπως και οι προ-προπαππούδες τους.

Για έναν άνθρωπο που ζει στο πετσί του κάθε μέρα χιλιάδες ρίσκα, επαγγελματικά, κοινωνικά, πολιτικά, προσωπικά, το νησί παίζει τον ρόλο ενός ακίνητου τοίχου, στον οποίο μπορείς να βάλεις την πλάτη σου, σε πρώτη ευκαιρία. Τοίχου, που μοιάζει και με την εικόνα της Ικαρίας όταν την αντικρίζει πλησιάζοντας ο ταξιδιώτης από το πέλαγος.

Η ακινησία αυτή, πέρα από μία Κιβωτός Μνήμης  λειτουργεί και σαν υπόσχεση, ότι και εμείς μπορούμε να αντέξουμε στον χρόνο…

Οι τόποι, κρατούν τους ανθρώπους τους.

Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης
aivaliotis@delta-chemicals.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη.