Ένα βράδυ που΄βρεχε

Μια φορά και πολλούς  χειμώνες πριν, έξω σκοτάδι πήχτρα και νεροποντή, στον κακοτράχαλο ικαριακό δρόμο μια μαυροντυμένη μορφή πάσχιζε να κρατηθεί όρθια βαδίζοντας κόντρα στον στρόβιλο του ανέμου. Κρατούσε κι ένα φανάρι, αλλά τι τα θες, ουρλιάζοντας ο βοριάς το σβήνει, πέφτει και η μορφή μέσα σε μια λιβάδα και τότε ξεσπάει: «Πάει, ούτε στον προορισμό μου θα φθάσω ούτε το βοτάνι θα βρω για την παπαδιά!».

Τότε ακούει μια φωνή: «Ε, παπά, πού πας με τέτοιον καιρό;» Σαστίζει ο παπάς, κινείται κατά το μέρος που ακούστηκε η φωνή και πέφτει πάνω σ΄έναν πραματευτή με το γαϊδουράκι του που τους βρήκε η κακοκαιρία κι αυτούς στα μισά της διαδρομής και προσπαθούσαν να προφυλαχθούν στην άκρη του δρόμου. «Άνθρωπέ μου, καλησπέρα», είπε ο παπάς , «έχεις κι εσύ τους λόγους που μεσοπεζουλιάστηκες, έχω κι εγώ τα βάσανά μου...».  «Και τι βάσανα έχεις εσύ , παπά, που θα μπορούσες τώρα να ήσουν στα ζεστά σου και στα καλά σου;», απόρησε ο πραματευτής. «Να», λέει ο παπάς, «είναι άρρωστη βαριά η παπαδιά μου- δεν έχει όρεξη να φάει, ούτε διάθεση για πολλά λόγια και για τις δουλειές μας, δεν στελιώνει, λιώνει μέρα τη μέρα. Μου ζήτησε, λοιπόν, ένα ξεχωριστό βοτάνι, που θα το βρω πέρα από δρόμους και χωριά, στην κορφή του Αθέρα, στα Πέταυρα. Εκεί, την έχουν διαβεβαιώσει, φυτρώνει το φαρμακοβότανο που θα το βράσει, θα πιεί το θαυματουργό βραστικό και θα γιάνει». Σάστισε ο συνομιλητής του. «Τι λες, παπά μου; Πέταυρα στο βουνό; Συμπτώματα, βοτάνι; Είσαι με τα καλά σου; Πολύ περίεργα μου ακούγονται όλα αυτά ...».

« Μα, τι λες, είναι δυνατόν να μην ξέρει η παπαδιά μου πού με στέλνει;»,  αναρωτήθηκε ο παπάς. « Τουναντίον, παπά, ξέρει και πολύ καλά μάλιστα, τόσο καλά που, μάλλον, δεν περιμένει να σε ματαδεί...Και για να σου αποδείξω ότι έχω δίκιο και για να σε προφυλάξω κι από βέβαιο χαμό, θα σε βάλω στο ένα σακί, το άδειο, θα σε κουβαλήσει το γαϊδουράκι μου και θα πάμε μαζί στο χωριό σου και στο σπίτι σου, να δούμε αν βελτιώθηκε η υγεία της παπαδιάς κατά την απουσία σου. Όμως, παπά, θα βάλουμε ένα στοίχημα. Άμα βγω αληθινός κι η παπαδιά ήθελε να σε ξεκάνει, θα μου δώσεις τριακόσιες λίρες. Αν βγεις εσύ σωστός κι η παπαδιά πράγματι υποφέρει, θα σου δώσω εγώ τις τριακόσιες λίρες και θα σε βοηθήσω να τη γιατρέψεις». « Σύμφωνοι», είπε ο παπάς που άρχισαν να του μπαίνουν ψύλλοι στ΄αυτιά. Μπήκε στο σακί, τον φόρτωσε ο ξένος και ξεκίνησαν, καθώς έπεφταν και οι τόνοι της θύελλας.

Φτάνουν  στο χωριό, χτυπά ο εμποράκος την πόρτα που του υπέδειξε ο παπάς, μισανοίγει μια ωραία ψηλόλιγνη γυναίκα. «Συμπάθα με, κυρά, μα μ΄έπιασε η νύχτα και η κακοκαιρία στα μισά της διαδρομής .Θα μπορούσα να μείνω εδώ για το υπόλοιπο της βραδιάς και το πρωί κινώ πάλι.», λέει στην παπαδιά. Τι να κάνει εκείνη; Για να μην τον υποψιάσει, δέχτηκε και τον βάζει μέσα. Μα δεν ήταν μόνη από το τραπέζι σηκώθηκε ένας άντρας που βοήθησε τον μουσαφίρη να βάλει το ζωντανό  στον στάβλο και ν΄ ακουμπήσουν τα σακιά στον τοίχο δίπλα στο τζάκι να στεγνώσουν.

Στη συνέχεια, το ζευγάρι τον κάλεσε να κάτσει μαζί τους στο τραπέζι, να μην φανούν και Ικαριώτες αφιλόξενοι...  Πολλά λόγια δεν λέγανε κι ούτε διευκρίνισαν αν ήταν παντρεμένοι. Το σπίτι ζεστό, το φαγητό νόστιμο, το κοκκινέλι απαραίτητο. 'Φάγαν, ήπιαν κι η παπαδιά ανυποψίαστη άρχισε ένα τραγουδάκι:

« Πάει ο παπάς στα Πέταυρα,
 γυρίζει δεν γυρίζει,
 κι εμείς την ξεφαντώνουμε
την κότα με το ρύζι»

Τρελάθηκε ο παπάς που τ΄άκουσε από το σακί και τότε ο επισκέπτης δικαιωμένος συνέχισε κάπως έτσι:

« Άκου τα σακί δεμένο,
και στον τοίχο κολλημένο,
τις τριακόσιες λίρες παίρνω
και τον γάιδαρο να φεύγω...»

Συνταράχθηκε ο παπάς και το σακί μαζί κι από δυο τρύπες που είχε προνοήσει ν΄ανοίξει ο ξένος αναγνωρίζει τον γείτονά του που παρίστανε τον οικοδεσπότη. Κάτι ένιωσε εκείνος, είχε και τη φωλιά του λερωμένη, οπότε ανήσυχος ψέλλισε:

« Τρώω φαγί και τρώγομαι,
πίνω δεν καταπίνω,
 κι εσύ θαρρώ τραγόπαπα
απ΄το σακί με βλέπεις. »

Ε, αυτό ήταν! Πετιέται  αφρισμένος ο παπάς έξω από το σακί, που επίτηδες δεν το είχε δέσει σφιχτά ο συνοδοιπόρος του, και λέγοντας: «Σε βλέπω θεοκατάρατε και τώρα θα δεις κι εσύ τι σε περιμένει!», αρπάζει τη μαγκούρα του, ορμάει στον αντίζηλο και πού σε πονεί και πού σε σφάζει!

Η ιστορία εδώ τελειώνει,  χωρίς να μάθουμε τι απέγινε ο παπάς με την παπαδιά. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι οι συγχωριανοί τους είδαν έναν ξενομπασάρη το χάραμα ν΄αφήνει πίσω του το γιοφύρι, στου χωριού την εμπασιά, σιγοτραγουδώντας, με τον γάιδαρό του κι ένα βαρύ πουγκί στο χέρι...

Βάνα Τσαμπή
vana.tsampi@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Βάνας Τσαμπή.

Υ. Γ.  Ευχαριστώ τη μητέρα μου, Αγγελική, και τον θείο μου, Γιώργο Στεφανουδάκη, που αναπολούν συχνά πυκνά τις ιστορίες του χειμώνα, γύρω από το τζάκι, της μητέρας τους, Αθηνάς Κεφάλου. Το σπίτι της γιαγιάς γεμάτο θαλπωρή και αναμνήσεις, στον Ξυλοσύρτη της Ικαρίας, απεικονίζεται στη ζωγραφιά σε πέτρα από τη θεία μου, Suzanne Tsakyris Stefanoudakis στη συνοδευτική του κειμένου φωτογραφία.