Άρατε πύλας

Έχουνε που έχουνε μια ορισμένη θεατρικότητα οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας από μόνες τους, ήτανε κι ο συχωρεμένος ο παπα-Νικόλας κάπως επιρρεπής στη σκηνοθεσία, οπότε στα χρόνια της εφημερίας του στον Εύδηλο, το Πάσχα είχε μερικά στοιχεία λίγο πιο θεαματικά από ό,τι αλλού. Μπορεί βέβαια να φταίει και που εγώ τα χρόνια εκείνα ήμουνα πιο νέος και τα αντιλαμβανόμουν όλα λίγο πιο ανάλαφρα, πάντως θυμάμαι χαρακτηριστικά το γέλιο που κάναμε μια Ανάσταση, όπου μέσα στον πάταγο που ακολουθούσε το Χριστός Ανέστη, τσιμπάει ο παπάς έναν και του λέει «Νικολάκη, έλα που α κάμωμε το άρατε πύλας». Ο Νίκος ήτανε διαβασμένος στα εκκλησιαστικά πράγματα, οπότε ήξερε ότι στον 23ο Ψαλμό υπάρχει ένας διάλογος που θεατρικοποιείται μετά την Ανάσταση όταν ο ιερουργός κληρικός επιστρέφει για να μπει στο ναό όπου και ακολουθεί η στιχομυθία:

- Ἂρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
- Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;
- Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. 

Οι πύλες εν προκειμένω συμβολίζουν τις πύλες του κάτω κόσμου που με την Ανάσταση καταργούνται, αλλά στη συγκεκριμένη οπτικοποίηση ήταν η πόρτα του Αη-Χαράλαμπου, μια σιδερένια τζαμόπορτα που βγάζει στο προαύλιο προς τον αμαξωτό. Πάει μέσα από την πόρτα ο Νικολάκης και την κλείνει, πάει απόξω ο παπάς με το λάβαρο της Ανάστασης ανά χείρας, κι αρχίζει να βροντάει με μανία. Τρίζανε τα τζάμια και οι σιδεριές από τους βρόντους, έβγαζε και φωνές μεγάλες και γοερές ο παπάς «ἄρατε πύλας», γυρίζουν οι (κάπως ακατήχητοι, να λέγεται...) καριώτες που μέχρι τότε φιλιόντουσαν σταυρωτά για το Χριστός Ανέστη να δουν τι γίνεται και εκφράζουν την αποδοκιμασία τους:

- Σα δε ντρέπονται, πάλι αφήκανε τον παπά απόξω από την εκκλησά και βροντάει νά‘μπει...
- Βρε όχι, κάθε χρόνο το κάνουνε.
- Μα κάθε χρόνο, ‘εν τονε βλέπεις που φωνάζει «Κύριε των δυνάμεων»;
- Βρε ανοίχτε του παπά να ‘μπει π’ ανάγκασμά σας!

Ανοίγει κάποια στιγμή η πόρτα μες στην οχλοβοή και μπουκάρει ο βασιλεύς της δόξης με το λάβαρο, μπουκάρουν και μερικοί έξαλλοι από πίσω και κάνουνε τον κακόμοιρο το Νικολάκη καταστόλιστο:

- Μπα κακό χρόνο να ‘χεις, δε ντρέπεσαι;
- Κι είσαι και μορφωμένος άθρωπος...

Βέβαια τα πιο θεαματικά στοιχεία τα φύλαγε ο παπάς για τον Επιτάφιο, όπου επί χρόνια οργάνωνε ένα event με αφανή πρωταγωνιστή το συχωρεμένο το Γιώργη το Λαζαρέτο. Ο Λαζαρέτος έκανε διάφορες δουλειές «γενικών καθηκόντων» στο χωριό, από υδραυλικός μέχρι νεκροθάφτης, και αν και δεν τον έλεγες ακριβώς άνθρωπο της εκκλησίας, βοηθούσε πάντα τον παπά, καθώς από ό,τι λεγόταν είχε και προγενέστερη εμπειρία ως φροντιστής σκηνής σε θέατρα. Έτσι, κάθε Μεγάλη Παρασκευή ανέβαινε στον τρούλο (απόξω, εννοείται) και άνοιγε ένα μικρό παραθυράκι από όπου, την ώρα που έψελναν απόκάτω στα εγκώμια «Ἔῤῥαναν τὸν τάφον, αἱ Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωῒ ἐλθοῦσαι», έριχνε ροδοπέταλα χούφτες-χούφτες που έπεφταν μέσα στην εκκλησία σα χιόνι από τον ουρανό και προσγειωνόντουσαν πάνω στον Επιτάφιο υπό τα θαυμάζοντα βλέμματα του εκκλησιάσματος.

Χρόνο με το χρόνο, βέβαια, το είχε μάθει το σκηνικό ο κόσμος και κάπου το περίμενε, οπότε ακόμα κι όταν απεδήμησε ο παπα-Νικόλας, το ακολούθησε το συνήθειο κι ο παπα-Σταύρος που τον αντικατέστησε, υπό την επίνευση του Λαζαρέτου που με το θάρρος της συσσωρευμένης εμπειρίας, περίπου επέβαλε στον καινούργιο τα έθιμα της ενορίας.

Κάποια χρονιά αποφράδα όμως, ανεβαίνει ως συνήθως στον τρούλο ο Λαζαρέτος, κάνει να ανοίξει το παραθυράκι, και το βρίσκει σφηνωμένο. Αρχίζει να παλεύει να το ξεσφηνώσει, διακριτικά στην αρχή, πιο έντονα μετά, ακόμα πιο έντονα πιο μετά, με χτυπήματα και κλωτσίδια στο φινάλε, αλλά έλα που είχε μουλαρώσει το παραθύρι και δεν άνοιγε, κι από κάτω να ψέλνουν «Ἔῤῥαναν τὸν τάφον» και τον ξαναέρραιναν και τον ξαναματαέρραιναν και να κοιτάνε όλοι τον τρούλο με προσμονή, αλλά αντί για λουλούδια και ροδοπέταλα να πέφτουν ξεφτίδια από μπογιά και σκουριές και λίγος σοβάς ενίοτε, και να ακούγονται βρόντοι και χτυπήματα και τριξίματα και οι φωνές του αγαναχτισμένου Λαζαρέτου που απειλούσε θεούς και δαίμονες, κι όταν πια άρχισε να λέει ο παπάς από κάτω (εκτός κειμένου Επιταφίου Θρήνου, οπωσδήποτε) «άστο βρε Γιωργάκη, εν πειράζει», ακούγεται ένα μεγαλειώδες μπαμ και το παράθυρο υποχωρεί επιτέλους στις μανιασμένες κλωτσιές του Λαζαρέτου, που σε έξαλλη κατάσταση πετάει με τη μία όλο το πανεράκι με τα ροδοπέταλα συνοδεύοντάς το με ένα υψηλόφωνο και ουρανομήκες και επίσης εκτός κειμένου «το Χριστό σου, την Παναγία σου μέσα, με έσκασες» που έμεινε να αντιλαλεί στην εκκλησία υπό τις ιλαρές επευφημίες του πλήθους.

Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλη Δουρή.