Άη Βασίλης με κοστούμι

Χτες άλλαξε ο χρόνος. Μπήκε το 2013 και χαρά δεν είχε. Δυο τρεις γνωστοί τη συνάντησαν στο δρόμο και της είπαν να τους ακολουθήσει στο χαιρέτιο. Τους είπε πως θα πάει, αλλά προτίμησε να κάτσει πλάι στο τζάκι. Έτσι κι αλλιώς, είχε να βγει για κάλαντα είκοσι χρόνια και βάλε. Άναψε μια μεγάλη φωτιά με κούτσουρα θεόρατα. Δε βαριέσαι, ο Άη Βασίλης δεν ήρθε χτες, δε θα ‘ρχόταν ούτε απόψε, ούτε και του χρόνου, σκέφτηκε. Πύρωσε η καμινάδα και πύρωσε και το λαρύγγι της. Κρασί φρέσκο, φετινό. Πήγε πάλι δώδεκα. Γυρίζει προς την πόρτα, πού της ήρθε;

Ωπ! Μια σκιά! Ήχος κανένας. Τρόμαξε, σηκώθηκε. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να σιάχνεται. Ήταν ψηλός, όμορφος και κοστουμαρισμένος. Με μουστάκι και καλοχτενισμένα άσπρα μαλλιά. Έστρωνε τη γραβάτα και το χαμόγελο, για να μην του φαίνεται η κούραση.
-Καλή χρονιά! Έλα μέσα...
-Καλή χρονιά, παιδί μου. Δε σε ξύπνησα, ε; Κάτσε που θα σου τα πω. Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά...
-Χα χα, έλα τώρα, ξέρεις πως δεν έχουμε τραπέζι εμείς. Αλλά θα πιούμε κρασάκι, ε;
-Αμέ. Να με συμπαθάς, είδα το φως κι επειδή οι άλλοι πήγανε αφ’ τα κακόβολα, είπα πως είναι ευκαιρία να σε δω. Έμαθα πως ήρτες προχτές.
-Ναι... Καλά έκαμες.
-Κι ίντα κάνεις εδωνά μονάχο σου;
-Να, είπα να κάτσω να γιορτάσω στο τζάκι.
Την κοίταξε λίγο στραβά κι ύστερα άρχισε τα δικά του. Του ‘πε κι αυτή τα νέα της. Θυμήθηκαν μετά τον καιρό που εκείνη ήτανε μικρή, γυμνασιόπαιδο, κι έμεναν δίπλα δίπλα, τον καιρό που μεγάλωνε τα μωρά κι εκείνος της έδινε συμβουλές ανατροφής, θυμήθηκαν και τ’ άσχημα, παραλίγο να βάλουν τα κλάματα, χρονιάρες μέρες, σε καλό τους.
Ύστερα κείνος σηκώθηκε, έσιαξε πάλι τη γραβάτα και το γιακά, πήγε να κουμπώσει και το παλτό. Τα χέρια του μπερδεύονταν. Έπιασε κείνη τα κουμπιά και τα ‘βαλε ήσυχα ήσυχα στη θέση τους.
Πριν ανοίξει η πόρτα, την κοίταξε λίγο πονηρά, σαν άντρας που φλερτάρει το κορίτσι του, έτεινε τον αγκώνα του και της έκλεισε το μάτι.
-Θες να είσαι η ντάμα μου γι΄απόψε;

-Θέλω, του ‘πα, χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. Θέλω, του ‘πα, κι έβαλα τα γέλια.
Στα σπίτια μάς περίμεναν με χαμόγελα κι αγκαλιές. Βρήκαμε και τους υπόλοιπους της παρέας. Θυμήθηκα ξανά τα γλέντια του χωριού.

Φέτος, δεν με θυμήθηκε αμέσως. Έκλεισε τα ενενήντα και δυσκολεύεται. Πήγαμε με νταούλια και βιολιά να του πούμε τ’ αγιοβασιλιάτικα σπίτι του. Ήτανε στο κρεβάτι, αλλά μας περίμενε με λαχτάρα. Κάποιος από την παρέα είπε σιγανά ότι δεν θα ήθελε με τίποτα να γεράσει έτσι. Ήθελα να του πω ότι εγώ έτσι θέλω να γεράσω.

Έτσι θέλω να γεράσω, Χρυσόστομε.

Και του χρόνου!

Δέσποινα Σιμάκη
desikaria@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Δέσποινας Σιμάκη.