Ενοικιάζεται

Περπατάω στο κέντρο μιας μοναχικής, μεγάλης πόλης. Άνθρωποι σκυθρωποί, γονατισμένοι από τις δυσκολίες της ζωής τους. Εγκλωβισμένοι από τις ίδιες τις επιλογές τους. Ίκαροι με κομμένα τα φτερά. Απογοητευμένοι για ένα όνειρο που δεν κατάφερε να γίνει πραγματικότητα. Για μια ελπίδα που δεν μπόρεσε να ανθίσει…

Αντικρίζω τον κυρ Παναγιώτη στο κεφαλόσκαλο του μαγαζιού του. Όπως πολλοί της γενιάς τους, έτσι και αυτός πίστεψε στο εμπόριο. Πίστεψε ότι το μαγαζί θα αναθρέψει γενιές και γενιές. Έχει δώσει και την ψυχή του για να σπουδάσουν τα παιδιά του, αλλά κάπου μέσα του ήλπιζε «να πάρει το μαγαζί ο μεγάλος γιος» και να το επεκτείνει με τα άλλα αδέλφια.

«Όσο  είστε ξύπνιοι και το μυαλό σας κόβει δεν πρόκειται να πεινάσετε» τους έλεγε κάθε βράδυ στο τραπέζι. Θεωρούσε ότι μόνο αυτός πέρασε δύσκολα χρόνια και δεν ήταν ανάγκη και τα παιδιά του να περάσουν τα ίδια. «Ας είμαι εγώ η άτυχη γενιά που στερήθηκε πολλά, αλλά τα καμάρια μου θα πετύχουν ακόμα περισσότερα από μένα».

Πόσα όνειρα είχε όταν άνοιγε το μαγαζί. «Στην αρχή θα είναι δύσκολα αλλά θα τα καταφέρω». Βρήκε μερικά δανεικά από συγγενείς και φίλους. Πούλησε και ένα οικόπεδο. Ξεκίνησε από το μηδέν και έχτισε. Την ταμπέλα την έφτιαξε με τα χέρια του. Έβαλε το «και υιοί» στο τέλος γεμάτος περηφάνια. Τη χρονιά που έβγαλε κέρδος ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Έλαμπε στον πεζόδρομο και κέρναγε όποιον του έλεγε ένα καλό λόγο για τα παλικάρια του και το μαγαζί του. Μεγάλωσε την οικογένειά του αξιοπρεπώς. Τι άλλο να ήθελε;

Τα χρόνια πέρασαν και ο κυρ Παναγιώτης έμεινε μόνος. Τα παλικάρια του ούτε να ακούσουν για εμπόριο. «Δεν κινείται τίποτα πατέρα» του λένε και ψάχνουν. Ο μεγάλος ψάχνει να βρει ζωή στα ξένα. Ο μεσαίος, ο σπουδαγμένος, άνεργος με οικογένεια και παιδί. Ο μικρός είναι στα Goody’s. Δεν κάνει για εμπόριο. «Θα τον φάνε λάχανο αν βγει έξω».

Ο κυρ Παναγιώτης απορεί. Τι δεν πήγε καλά; Τα είχε όλα κανονισμένα. Χρόνια τώρα ήξερε πως θα πάνε τα πράγματα. Τι πήγε στραβά; Κρατάει στα χέρια του… τα όνειρά του, τις ελπίδες του, τη ζωή του ολόκληρη. Κλείνει προς στιγμήν τα μάτια. Μερικές σταγόνες βρέχουν το ξύλινο πάτωμα. Σκουπίζει τον πάγκο από συνήθεια. Φυσάει να φύγει η σκόνη από τη βιτρίνα. Σβήνει το φως. Γυρνάει το ταμπελάκι πάνω στην πόρτα. Κολλάει το χαρτί που έχει στα χέρια του με βαριά, σπαραγμένη καρδιά. ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ.

Σταύρος Παπακωνσταντινίδης
stapap@gmail.com

photo: Ezkerras

ikariastore banner