βρεγμένα δάχτυλα

Δεν μπορείς να επιστρέψεις κάπου που δεν ανήκεις και τίποτα δεν είναι δικό σου. Γι’ αυτό, ανάμεσα σε σένα και το λιμάνι δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε καν θάλασσα. Σας χωρίζουν μίλια κενού … διαστημικού. Κάθεσαι στο κατάστρωμα και γεμίζεις ετούτο το κενό με σκέψεις κυματόμορφες. Σιγά σιγά, η ρότα στρώνεται με θάλασσα.

Η αλμύρα κολλάει πάνω σου. Τη σιχαίνεσαι μα σε καλύπτει για να διατηρήσει το σώμα σου σε κατάσταση θέρους. Για λίγο ακόμα … έστω. Μαυρισμένα δέρματα, μάτια ξεπλυμένα στον ήλιο, χείλη στο αλκοόλ και μπόλικη καραβίσια αλμύρα. Περάστε κόσμε! Εδώ οι καλές παστές θερινές αναμνήσεις:

Τι χρειαζόσουν αυτό το καλοκαίρι; Ή μάλλον, τι το χρειαζόσουν; Τι; Το καλοκαίρι είναι η Εποχή των Παιδιών. Αυτό ήθελες. Λοιπόν; Είπες αθώα ψέματα; Κράτησες χέρια σφιχτά; Η παρέα σε παρέσυρε; Όταν μεγαλώσω θα έρθω να μείνω εδώ για πάντα. Όταν μεγαλώσω, θα … η θάλασσα βαθαίνει μπρος σου.

Η αλμύρα έγιανε τις δυσκίνητες του χειμώνα αρθρώσεις, τις έκαψε, τα χείλη μίλησαν … φουρτούνες, το καράβι κουνά, το σκαρί βουτά στο πέλαγος και κόβεται ένα ΜΗ απ’ την αλμύρα … Αν πιστέψεις στα ΜΗ, Μεγάλωσες …

Παλιά έκανες διακοπές. Βραχυκύκλωνες δηλαδή το Σύστημα. Τώρα παίρνεις άδεια! Άδεια; Από ποιόν; Δε μας γαμάς; Άκου εκεί παίρνεις άδεια για να πας … πίσω. Στάσου, τελικά ποιο ταξίδι είναι αυτό της επιστροφής;

Νυχτώνει. Για να βλέπεις, τραβάς φωτογραφίες. Τα φλας φωτίζουν τον δρόμο. Όχι, μην κλείνεις τα μάτια πάλι! Η θάλασσα απλώνεται μπρος στο τσιγκελωτό φεγγάρι. Περνώντας από κάτω του, ένα κύμα πελώριο σηκώνεται, η άκρη της αλμύρας γαντζώνεται στη μύτη του και πέφτει στην αγκαλιά σου μονάχη της ... η μοίρα. Οι λαθρεπιβάτες, έντρομοι για το τάχα αναλφάβητο του αισθήματος, πηδούν στην θάλασσα και μένεις μόνος. Κολλάς … κολλάς παντού.

Κι όταν φτάνεις σπίτι, πας στη βρύση, την ανοίγεις και αφήνεις το νερό να τρέξει από τους αχρησιμοποίητους σωλήνες. Το κοιτάς, τρέχει … τρέχει … σαν τη ζωή σου: ενός μηνός, δύο χρονών, δέκα, είκοσι … και περιμένεις, εικοσιπέντε, περιμένεις πότε θα φανεί στο στόμιο της βρύσης αυτό το καλοκαίρι. Τριάντα. Νάτο. Απλώνεις απότομα τα χέρια και μόλις κλείνεις τις παλάμες σου για να το πιάσεις … πάει … έφυγε. Αυτό ήταν!

Τουλάχιστον ξεπλύθηκες απ’ την αλμύρα και τώρα στεγνώνεις τα βρεγμένα δάχτυλα σε τούτο το χαρτί.

Το καλοκαίρι είναι έρωτας, γι’ αυτό και δεν πρέπει να κρατά πολύ!

Κωνσταντίνος Βατούγιος
konstantinos@ikariamag.gr

ikariastore banner