Κάθε καλοκαίρι πια τα ίδια. Δεν τους χωρούσε ο τόπος. Στην εφηβεία ο κόσμος ολόκληρος δε σε χωράει, πόσο μάλλον το Τραπάλου, μια σταλιά χωριό. Μακραίνανε τα μέλη τους, φουσκώνανε τα σώματα τους, μελαγχολούσε η διάθεσή τους, ένα έρεβος· δεν ξέρανε πώς να βολευτούν, πώς να κάτσουν, πώς να φερθούν. Άγαρμποι και χαριτόπλαστοι, όπως μόνο οι έφηβοι μπορούν να είναι, με τα χαρακτηριστικά τους να μεταβάλλονται αποφασιστικά, τα ζυγωματικά σε γωνίες που κόβουν, οι λαιμοί αγέρωχοι, τα στόματα απροσχεδίαστα φιλήδονα. Ξαφνικά, σε ένα καλοκαίρι, οι κοπέλες βάλθηκαν να φοράνε και πάνω μέρος στο μαγιώ, για να κρύψουν την αυθάδεια του στήθους που ξεπρόβαλλε, μα καταφέρνοντας έτσι πιο πολύ να το τονίσουν: «Να’μαι». Κι από κει που βουτούσαν απ’ το μόλο στη θάλασσα σαν κατσίκια, έπρεπε τώρα να βαστάνε γερά κορδονάκια και κουμπώματα και τόσες δα επιφάνειες γυαλιστερών και γλιστερών υφασμάτων, περήφανες και μπερδεμένες μαζί.
Δέκα, δεκαπέντε παιδιά που μέχρι χτες κοιμούνταν το ένα πάνω στ’ άλλο, δαγκώνονταν, κυνηγιόνταν, αναμετριούνταν στα μακροβούτια και στο τρέξιμο, τώρα στρώνουν πετσέτες στα βράχια και αφήνουν μικρές, αλλά εύγλωττες, αποστάσεις μεταξύ τους τη μέρα, που παλεύουν να τις εκμηδενίσουν το βράδυ, όταν, με το σκοτάδι σύμμαχο, στριμώχνονται όλο και πιο πολύ, το δέρμα να ακουμπάει στο δέρμα, τα ποδιά να μπλέκουν μεταξύ τους, τα ακροδάχτυλα να αγγίζουνε ελαφρά και δήθεν αδιάφορα πίσω από τις πλάτες, ν’ ακούνε ο ένας την ανάσα του άλλου και να στέκονται έτσι ακίνητοι για ώρες, να αισθάνονται ο ένας τον άλλο και να μιλάνε για φαντάσματα, λάμιες και δολοφόνους. Ό,τι πιο τρομακτικό μπορούν να σκεφτούν (σάμπως δεν έχουν ήδη μοιραστεί τις ίδιες ακριβώς ιστορίες χίλιες φορές) μήπως κι ο φόβος τους σπρώξει λίγο ακόμα πιο κοντά. Μα, περιθώρια για μεγαλύτερα αποτολμήματα σπάνια υπήρχαν, καθώς οι δεσμοί αίματος ήταν πολύ στενοί και οι θειάδες, θεματοφύλακες της ηθικής τάξης, πανταχού παρούσες. Η μόνη διέξοδος απελευθέρωσης ήταν ο υπόλοιπος κόσμος, από τον οποίο, όμως, ήταν, ως επί το πλείστον, αποκομμένοι, λόγω της θέσης του χωριού και της δυσκολίας των μετακινήσεων.
Κι αν δεν μπορούσαν εκείνοι να πάνε στον κόσμο, ερχόταν ο κόσμος σ’ αυτούς.
- Μμμμ, ακούς τα; Να τα πάλι τα μηχανάκια. Ποιος τους τα δίνει, μωρά παιδιά, ήθελα να ξερα, που μου ρχονται εδώ να γαμπρίσουν.
- Γιαγιά!
- Τι γιαγιά; Αμ’ εμάθανε πως έχει κορίτσια το χωριό και που τους χάνεις που τους βρίσκεις εδώ είναι.
- Για μπάνιο έρχονται τα παιδιά!
- Γιατί; Σώθηκε η θάλασσα στο Καρκινάγρι;
Για να γαμπρίσουν, βέβαια, έρχονταν κι αυτοί, προς τέρψη των κοριτσιών και απογοήτευση των αγοριών που τώρα έπρεπε να αποδείξουν την ανωτερότητά τους, κόντρα στους επισκέπτες. Και κορδώνονταν να ψηλώσουν λίγο παραπάνω, βουτούσαν πιο βαθιά, για πιο πολλή ώρα μέχρι να βγούν μπλαβί από το βυθό με μια αγκαλιά λάφυρα αχινούς, και ρίχνονταν στις πατητές με λίγο περισσότερη βία απ’ όση ήταν απολύτως αναγκαία. Γιατί μπορεί τα κορίτσια να μην ήταν τα κορίτσια τους, αλλά ήταν δικά τους.
- Μόνο στο Τραπάλου κάθεστε εσείς; Στο Καρκινάγρι δεν θα ‘ ρθετε καθόλου;
- Πως, αμέ! Θα’ ρθουμε βέβαια. Την Τετάρτη, για ψώνια με τη γιαγιά, και θα κάτσουμε μέχρι τη νύχτα.
- Μόνες σας δεν θα ‘ρθετε καθόλου;
- Δε μας αφήνουν μόνες μας
- Κρίμα. Δεν πειράζει, να ‘ρθειτε να μας βρείτε.
- Θα ‘ρθούμε.
Πιο πρόθυμα παιδιά από τα Τραπαλιωτάκια, να περπατήσουν πέντε χιλιόμετρα πήγαινε και πέντε έλα για να φέρουν ψωμί, δεν έχουν υπάρξει στην Ικαρία. Και κει, στα βράχια αυτού του διπλανού χωριού, με λεμονάδες και μπύρες ταυτόχρονα στα χέρια, αναποφάσιστοι και σαστισμένοι, στο ελάχιστο αυτό διάστημα ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, πλέκονταν ειδύλλια θνησιγενή, βιαστικά και σύντομα, μέχρι να τους φωνάξουν να πάρουν το δρόμο του γυρισμού.
Κι έπειτα τα πανηγύρια. Εκεί πια κανείς δεν ασχολούνταν με τα ύποπτα σούρτα φέρτα τους, αρκεί να δίνανε το παρόν αραιά και πού στο τραπέζι του χωριού (γιατί το χωριό πήγαινε πάντοτε όλο μαζί, σύσσωμο, στα πανηγύρια). Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, πήγαιναν για λίγο, τάχα να ρωτήσουν κάτι, να πάρουν φαΐ ή απλώς να τους δούν να περνάνε και να ενημερώσουν πως «να, εκεί, με τους άλλους καθόμαστε», δείχνοντας αόριστα, μη δεσμευτικά, κάπου στο βάθος πίσω από το πλήθος, κι ας μην είχαν ιδέα πού είναι οι υπόλοιποι και μετά πάλι εξαφανίζονταν στις παρυφές του γλεντιού.
Κάτω από πλατάνια, ανάμεσα σ’ αμπέλια, σε ρουμάνια και οχτές κλέβονταν και χαρίζονταν φιλιά, χάδια και αναστεναγμοί πρωτόγνωροι, αδοκίμαστοι, ο ιδρώτας του ενός κολλούσε στον άλλο και μύριζε μαζί χώμα, κρασί, θυμάρι και έξαψη. Πιο πολύ λαχταρούσαν να δοκιμάσουν, ν’ ανακαλύψουν, να γευτούν αυτό, το καινούριο, το απαγορευμένο, που θέριευε ανάμεσα τους, παρά το ταίρι τους αυτό καθ’ εαυτό, μα η διαφορά ήταν ασήμαντη. Κι όσο κι αν ο καριώτικος φημίζεται για την έκστασή του, εκείνοι πιο πολύ ανυπομονούσαν για τα βαλσάκια. Γιατί είναι ωραία στα κρυφά, μα στα φανερά, μέσα στη θάλασσα των σωμάτων που τους λίκνιζε και τους παρέσυρε ήταν ακόμα ωραιότερα. Θέλανε ν’ αγκαλιαστούν και να χορέψουν, με τα κορμιά να εφάπτονται σε όλη τους την έκσταση, να μη χάνουν βήμα, με τα πρόσωπα απεστραμμένα ελαφρά, σαν να μην είναι έτοιμοι, όχι τελείως, όχι ακόμα. Κι ευτυχώς που στην Ικαρία οι χοροί κρατάνε ώρα, κανείς δε βιάζεται να περάσει στον επόμενο σκοπό, πρέπει πρώτα να χορτάσεις τον τωρινό, όχι να βαρεθείς, μα να χορτάσεις. Έτσι είχαν κι εκείνοι τον χρόνο να μαλακώσουν, να αφεθούν ο ένας στα χέρια του άλλου ώσπου, εκεί προς το τέλος, τα κορίτσια ακουμπούσαν το κεφάλι τους στους ώμους των αγοριών. Αναθαρρεύανε αυτοί πως, να, παραδόθηκαν πια. Όμως, τα κορίτσια ξέρουν, σαν από μόνα τους, πως ο πιο γρήγορος τρόπος για να γνωρίσεις κάποιον, στ’ αλήθεια να τον κάνεις δικό σου, είναι να τον μυρίσεις στο λαιμό, που τ’ άρωμα του σώματος ξεχειλίζει από τη λαιμόκοψη, κάτω από τα μαλλιά που ακούρευτα τόσους μήνες χαϊδεύουν τον σβέρκο. Τρίβουν τις μύτες τους εκεί στο πλάι και εκβιάζουν τις μυρωδιές, πολλαπλασιασμένες από τη δική τους ζέστη και τα χνώτα τους, να αναδυθούν πιο έντονες. Μέχρι ν’ αποφασίσουν αν τους αρέσει στ’ αλήθεια, αν τους ταιριάζει. Αυτά τα μακριά, νωχελικά βαλσάκια ήταν η τελευταία και μεγαλύτερη δοκιμασία. Κι αν έβγαιναν νικητές ακολουθούσαν κι άλλοι χοροί, κι άλλα φιλιά, κι άλλα πανηγύρια ή, τουλάχιστον, σιωπηρές, γενναιόδωρες υποσχέσεις.
Μέχρι πια να πέσει η νύχτα ή να έρθει το ξημέρωμα, ανάλογα, να σηκωθούν απ’ τα τραπέζια κι οι μεγάλοι, ν’ αρχίσουν να τα ψάχνουν και να τα φωνάζουν να μαζευτούν επιτέλους, γιατί ήρθε η ώρα της επιστροφής. Όλοι αποκαμωμένοι πια, μα και χορτάτοι, όσο γίνεται, δεν θέλουν μέν να φύγουν, μα ανυπομονούν ν’ «απομακρυνθούν» για να βρουν χώρο να ξαναπεράσουν στο μυαλό τους όλες τις στιγμές μία μία, να τις μασήσουν αργά και βασανιστικά, και να τις ζήσουν άλλες χίλιες φορές μεγεθυμένες, αλλαγμένες, κατά πώς βολεύει πιο πολύ. Με βιαστικούς, συνωμοτικούς χαιρετισμούς στοιβάζονται στις καρότσες των αγροτικών, άλλοι μεθυσμένοι απ’ το κρασί, άλλοι απ’ τα χάδια, και γυρνούν στο χωριό που τους περιμένει, προσωρινά ερημωμένο κι ήσυχο, για να τους κρατήσει εκεί, λαίμαργους και αράθυμους, μέχρι την επόμενη απόδραση.
Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com
Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.