Ο Μάγειρας του Άρη

“Σπίτι που ονειρεύεται”. Έργο του Μιχάλη Οικονόμου

Μια φορά κι έναν καιρό, αρχές δεκαετίας του 1980, πίσω από τα δωμάτια και τα εστιατόρια του  Αρμενιστή, σκαρφαλωμένη σε μια πλαγιά δίπλα σε ένα ρέμα ήταν μια μισοτελειωμένη διώροφη οικοδομή. Στο ισόγειο της ζούσε με Σπαρτιάτικη λιτότητα ο Χ., ένας εβδομηντάρης Ραχιώτης που αγαπούσε πολύ το ψάρεμα και τους κήπους. Λιγομίλητος, κάπως τραχύς και σοβαρός, ο Χ. κοίταζε γύρω του το άναρχα αναπτυσσόμενο "beach town" με κριτικό και κάπως υπεροπτικό βλέμμα. Όμως στο σπίτι του ήταν ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος: ζεστός, φιλόξενος και ομιλητικός. Ο πατέρας μου κι εγώ  πηγαίναμε εκεί συχνά τα καλοκαίρια για να αγοράσουμε ψάρια και κηπευτικά που ήταν διαλεχτά και τα πουλούσε μόνο σε φίλους. Εκεί κάποια φορά μας έτυχε κι ακούσαμε από τα χείλη του μια απίστευτη ιστορία από την Κατοχή.

Η αρχή της ιστορίας ήταν γνωστή στον πατέρα μου. Με τον Χ. ήταν συστρατιώτες στην Αλβανία, ενώ αργότερα είχαν βρεθεί συνοδοιπόροι ("νικητές που έχασαν τον πόλεμο") στο δρόμο της επιστροφής απ' το διαλυμένο μέτωπο στα σπίτια τους.

Νησιώτες όλοι στην παρέα, προορισμός τους ήταν η Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά για να μπαρκάρουν για τα νησιά τους. Επί πολλές ημέρες βαδίζοντας, ακολουθώντας όσο γινόταν τη σιδηροδρομική γραμμή, κάποια στιγμή αφού διέσχισαν τη Θεσσαλία και πέρασαν το όρος Όθρυς, μόλις άρχισαν να κατεβαίνουν προς τη Φθιώτιδα, φάνηκε για πρώτη φορά η θάλασσα. Εκεί ο Χ. στάθηκε ακίνητος και δήλωσε:

"Δεν αντέχω άλλο τα βουνά. Θα τραβήξω για εκεί κάτω." είπε κι έδειξε τα ήρεμα σαν λίμνη νερά του Μαλιακού. "Θα βρω καΐκι για τη Νικαριά".

Ποιός θα του έδινε άδικο; Μετά την κοιλάδα του Σπερχειού είχαν ακόμα το Καλλίδρομο κι ακόμα τρία ή τέσσερα βουνά για να περάσουν μέχρι να φτάσουν στην Αττική. Έτσι λοιπόν, μόλις πέρασαν το ποτάμι, ο Χ. χαιρέτησε τους συντρόφους του και ακολουθώντας την όχθη τράβηξε για την ακτή.

Ο μυχός του Μαλιακού, ωστόσο, καθόλου δεν θύμιζε πελαγίσιο τοπίο. Παντού βάλτοι, αμμοθίνες, παραποτάμια δάση και απέραντες, ρηχές λιμνοθάλασσες. Παντού ερημιά, και στη θάλασσα ούτε καΐκι ούτε βάρκα -μόνο πουλιά. Στο μεταξύ, ο Χ. είχε ξεμείνει από τρόφιμα. Σ' όλο το δρόμο όταν περνούσαν από χωριά, οι κάτοικοι προμήθευαν τους φαντάρους. Όμως εδώ δεν υπήρχε ψυχή. Άρχισε να τον κόβει η πείνα.

Τελικά, μετά από ώρες που έψαχνε στην έρημη ακτή, βρήκε μια μισο-διαλυμένη παράγκα. Στο πίσω μέρος είχε ένα παρατημένο μποστάνι. Εκεί φύτρωναν μόνες τους πολλές ντοματιές. Οι ντομάτες τους ήταν σχεδόν άγουρες, όμως μ' αυτές χόρτασε κάπως την πείνα του. Κι αφού η παράγκα βρισκόταν πολύ κοντά στη θάλασσα, ο Χ. αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι να φανεί το πολυπόθητο καΐκι.

Την άλλη μέρα, για να ωριμάσουν γρηγορότερα οι ντομάτες και να τις φάει, άρχισε να ξεβοτανίζει και να σκάβει. Το χώμα των εκβολών ήταν γόνιμο κι έτσι σε λίγο ανακάλυψε κι άλλα φυτρωμένα κηπευτικά. Άρχισε να τα φροντίζει κι αυτά. Έτσι τελικά, αν και περίμενε τη σωτηρία από τη θάλασσα, βρέθηκε να ασχολείται ολημερίς με το χώμα.

Είχε γίνει κανονικός κηπουρός πια, όταν κάποιο πρωί, χαράματα, φάνηκαν στο γιαλό τρεις-τέσσερις ψαρόβαρκες. Ήταν Ευβοιώτες τρατάρηδες, σύννεφο οι γλάροι πετούσαν γύρω τους, τα δίχτυα τους ήταν γεμάτα γόπες. Ο Χ. είχε πεθυμήσει ψάρι, τους φώναξε, ήρθαν κοντά. Κι εκείνοι ήθελαν πολύ ντομάτες. Εκτός από ψάρια, είχαν λάδι, κρασί και ψωμί. Κι έτσι, μπροστά στην παράγκα στήθηκε ένα περίφημο τσιμπούσι που κράτησε μέχρι το βράδυ. Φεύγοντας όμως οι ψαράδες ούτε λόγος να πάρουν μαζί τους τον Ροβινσώνα. Ούτε καν μέχρι την Εύβοια δεν ήθελαν να τον πάνε. Φοβόντουσαν τα ιταλικά περιπολικά. Θέλοντας να εμποδίσουν την διαφυγή των Εγγλέζων, οι δυνάμεις κατοχής είχαν επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας στις θάλασσες. Στο εξής κανείς δεν θα ταξίδευε χωρίς ειδική άδεια.

Σιγά-σιγά τότε στην έρημη εκείνη περιοχή άρχισαν να κυκλοφορούν διάφοροι άνθρωποι:  λαθρέμποροι και μαυραγορίτες, μικροληστές και φυγάδες, πεινασμένοι αλήτες, κάθε καρυδιάς καρύδι. Έρχονταν και οι οι φίλοι του οι ψαράδες (είχαν κι αυτοί γίνει λαθραίοι) και έκαναν ανταλλαγές: ψάρια - ντομάτες.

Με τον καιρό το εύφορο μποστάνι και ο προκομμένος νοικοκύρης του άρχισαν να γίνονται γνωστά στους διαβάτες του βάλτου. Όποιοι κι αν ήταν, ό,τι κι αν έκαναν, ο Χ. έδινε πάντα κάτι σε όλους. Κι εκείνοι ανταπέδιδαν: ένα παλιό πιστόλι, ρούχα, αλεύρι, καπνό ή κρασί.

Εκτός απ' την κηπουρική, τα κατάφερνε και με τη μαγειρική. Έτσι, μπαίνοντας ο χειμώνας του 1941-42, το καλύβι έγινε σαν μυστικό ταβερνάκι. Στο απόμερο εκείνο μέρος επίσης αντάλλαζαν ειδήσεις, συζητούσαν για τον πόλεμο, αλλά καμιά φορά και για σκοτεινές υποθέσεις. Ο Χ. αποδείχτηκε τέλειος οικοδεσπότης. Όντας ολότελα ξένος, δεν γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Επιπλέον, ήταν εκ φύσεως λιγομίλητος και κυρίως, όντας Ικαριώτης, σεβόταν την πατροπαράδοτη επιταγή: "να βλέπεις, να ακούς, αλλά να μην χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές των άλλων".

Έτσι όλοι -καλοί, κακοί, ληστές και δίκαιοι- τον εμπιστεύονταν.

Με τούτα και μ' εκείνα πέρασε σχεδόν ένας χρόνος στα βαλτοτόπια του Σπερχειού, όταν το σούρουπο μια ανοιξιάτικης μέρας του '42 ήρθαν και κάθισαν στην παράγκα δύο ολοφάνερα αλλιώτικοι άνθρωποι. Ήταν από τη Λαμία κι ο ένας από τους δύο δεν ήταν άλλος από τον Θανάση Κλάρα -εκείνος που λίγο μετά θα ονομαζόταν Άρης Βελουχιώτης.

Εκείνο το βράδυ ο Χ. στρατολογήθηκε στον νεοσύστατο Ε.Λ.Α.Σ. με την ειδικότητα του μάγειρα. Ήταν φανερό πως ο Άρης γνώριζε καλά το εγγλέζικο ρητό, "Ο στρατός περπατά με το στομάχι του". Πράγματι, μέχρι να εμπιστευτούν οι κάτοικοι τους αντάρτες, ήταν πολύ σημαντικό γι' αυτούς να έχουν μαζί τους κάποιον ικανό "να μαγειρέψει το τίποτα και να γίνει φαγώσιμο". Όπως φάνηκε από τις εξελίξεις, ο Χ. μάλλον καλά τα κατάφερε.

Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος που είχε πεισμώσει και δεν θέλησε να περπατήσει άλλα βουνά, ακολουθώντας τον Άρη περπάτησε, αυτός και το μουλάρι του με τα καζάνια και τα άλλα σύνεργα, όλα τα βουνά της Ρούμελης και ίσως και μερικά της Πελοποννήσου. Τα περπάτησε για χάρη μιας ιδέας: "ελευθερία της πατρίδας, δικαιοσύνη και ένα καλύτερο αύριο για όλους".

Κάπως έτσι τελείωσε η αφήγηση του Χ. αφήνοντάς μας άναυδους, ιδίως τον πατέρα μου. Μολονότι γνώριζε ότι ο παλιός φίλος του είχε γίνει Ελασίτης, δεν είχε ιδέα για τις λεπτομέρειες. Μια χαλαρή καθημερινή κουβέντα που είχε αρχίσει, ενώ πίναμε ουζάκι, μιλώντας για τα προϊόντα και την μαγειρική του κάθε τόπου, είχε βγάλει στο φως μια μυθιστορηματική περιπέτεια.

Όπως ήταν φυσικό, πιάσαμε να ρωτάμε για εκστρατείες και μάχες, καθώς και για τα διάφορα ιστορικά πρόσωπα, πως ήταν, τι έκαναν, πως φέρονταν. Όμως ο Χ., ενώ για την ζωή του στα βαλτοτόπια ήταν πολύ διεξοδικός, όσον αφορά τον πόλεμο στα βουνά απαντούσε με ακρίβεια μεν αλλά με ελάχιστες   λέξεις. Τελικά βαρέθηκε και είπε:

"Ήμουν παντού. Τους γνώρισα όλους. Τα πολλά να τα πει η Ιστορία. Ήθελα μόνο να ξέρει το παιδί (εγώ) ότι αυτά έγιναν. Να μην πιστεύει που λένε ότι δεν έγιναν."

Όμως ο πατέρας μου ήθελε εκείνος να έχει την τελευταία λέξη. Καθώς η Εθνική Αντίσταση είχε αναγνωριστεί πρόσφατα και είχαν αρχίσει να δίνονται κάποιες τιμητικές συντάξεις, έκανε στον Χ. (με φιλική πονηριά στον τόνο της φωνής) την τελευταία και πιο κρίσιμη ερώτηση :

"Με τέτοια ιστορία πίσω σου, σκέφτηκες να έρθεις σε επαφή με τις οργανώσεις των παλαιών αντιστασιακών, να πάρεις κι εσύ μια σύνταξη;"

Κι εκείνος απάντησε (πρώτη φορά χαμογελώντας διάπλατα):

"Μπααα! Αυτά δεν πληρώνονται!"

Άγγελος Καλοκαιρινός
ankoka2003@yahoo.com

Σημειώσεις: Ο Χ. μας είπε κατά λέξη ότι οι δύο επισκέπτες ήταν ο Άρης Βελουχιώτης και ο αδελφός του. Για τον δεύτερο αυτό φαίνεται απίθανο. Ο Μπάμπης Κλάρας δεν βγήκε ποτέ στο βουνό, άρα "ο αδελφός του Άρη" πρέπει να ήταν ένας άλλος πρωτεργάτης. Ίσως ήταν ο υπεύθυνος του Ε.Α.Μ. Λαμίας.

Μια σύντομη εξιστόρηση των πρώτων ημερών του Ε.Λ.Α.Σ. στη Φθιώτιδα τον Μάη του 1942 διαβάζετε στο άρθρο, "Η σύσκεψη στην καλύβα του Στεφανή και το ξεκίνημα του ΕΛΑΣ από τα βουνά της Ρούμελης" που δημοσιεύεται στο ιστολόγιο altpressfthiotida.com. Η πλινθόκτιστη καλύβα του Στεφανή που αναφέρεται στο δημοσίευμα και που σώζεται σήμερα ως μνημείο, βρίσκεται στη Σπερχειάδα στο εσωτερικό της Φθιώτιδας. Δεν έχει καμία σχέση με την ανώνυμη παράγκα της ιστορίας.

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από του Άγγελου Καλοκαιρινού.

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Μην κλαίτε! Δεν είναι ξερόβραχος!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Της ζωής μου το ταξίδι – Η σύλληψη, η φυλάκιση και η απόδραση από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του αιωνόβιου σήμερα Ικαριώτη Ιερέα. Η επίσκεψη στο στρατόπεδο 65 χρόνια μετά.

ikariastore.gr: Για τη βιβλιοθήκη σας: Το Σανατόριο Εξορίστων Ικαρίας 1948 - 1949

ikariastore banner