Στο Μάραθο, πάνω σε ύψωμα στο κέντρο του χωριού, δεσπόζει ένας παλιός ανεμόμυλος που οικοδομήθηκε από τον παπα-Γιάννη τον Κούσκο το 1885. Για την κατασκευή αλλά κυρίως για το στήσιμο του μηχανισμού, ήρθαν μάστορες από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Γενικά οι Καριώτες δεν είχαν την τεχνογνωσία και σχεδόν όλοι οι ανεμόμυλοι στο νησί στήθηκαν από Τσεσμελήδες μαστόρους. Όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες, ο μύλος δεν δούλευε ικανοποιητικά και ο παπάς έφερε έναν ξακουστό μαραγκό από τη Χίο.
Το 1915 ανέλαβαν οι δύο γιοι του εκ των οποίων ο ένας, ο Κωσταντής, ήταν επίσης ιερέας. Τελευταίος μυλωνάς ήταν ο γαμπρός του, ο Νικόλας Κοτσάνης, που δούλεψε μέχρι το 1958 που ο μύλος παροπλίστηκε. Οι απόγονοι και κληρονόμοι του παπα-Κωσταντή αναλογιζόμενοι τη λαογραφική του αξία, τις ιστορίες και τις μνήμες που σχετίζονται με την κατασκευή και τη λειτουργία του, δώρισαν το μύλο στο Πλατή(γ)ειο ίδρυμα αφού συμφωνήθηκε να μη αλλάξει ποτέ η χρήση του, να αναπαλαιωθεί και να λειτουργήσει για κοινωφελείς και μη κερδοσκοπικούς σκοπούς.
Ο Μάρκος Πλατής ήταν γαμπρός στο Μάραθο, καταγόταν από τους Λαψαχάδες και έφυγε μετανάστης στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα. Παραχώρησε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο χωριό και το ομώνυμο ίδρυμα συστάθηκε για να μπορέσει να την διαχειριστεί.
Έτσι ξεκίνησε μια μακρά και επίπονη διαδικασία για να ξαναζωντανέψει ο μύλος. Το μεράκι των ανθρώπων φαίνεται σε όλα τα στάδια της αποκατάστασης. Ψάχνουν, ρωτούν, επιλέγουν. Οι μυλόπετρες (βάρους 3 τόνων) πελεκήθηκαν από Ναξιώτη μαρμαρά και μεταφέρθηκαν από το γειτονικό κυκλαδίτικο νησί με κόστος που ξεπέρασε τις 11.000 €. Το ποσό αναφέρεται ενδεικτικά για να δείξει το μέγεθος της συνολικής δαπάνης. Μέρος της ξυλείας ήρθε από την Πάτρα ενώ η ρόδα κατασκευάστηκε από το μαραγκό Γιάννη Κοτσορνίθη. Ζητούμενο είναι πλέον όλα τα μέρη που αποτελούν το μηχανισμό να είναι τελείως λειτουργικά και να έχουν μεγαλύτερη αντοχή απ’ ό,τι στο παρελθόν, πιο γερά απέναντι στην τεράστια δύναμη του ανέμου και στις τριβές. Τα χρήματα της επιδότησης εξανεμίστηκαν γρήγορα, όπως επίσης κι ένα σεβαστό ποσό που έφτασε από τους ομογενείς της Αμερικής. Δυστυχώς στις μέρες, μας όλα μεταφράζονται σε χρήμα που πρέπει από κάπου να έρθει. Για την ώρα, έχουν μείνει όλα στάσιμα και περιμένουν. Αφού όμως η θέληση και το πείσμα όλων των εμπλεκομένων είναι δεδομένα, είναι θέμα χρόνου να ξαναζωντανέψει ο μύλος.
Ο Στέλιος Σιμάκης στο βιβλίο του «Ικαρία, οι ανέμου μήλοι», ορθώς αναφέρει ότι είναι ανούσιο να θεωρούμε ως ανεμόμυλο ένα γυμνό κυλινδρικό κτίσμα. Η χαμένη του υπόσταση επανέρχεται μόνο όταν διαθέτει όλα τα μηχανικά του μέρη, συνεπώς όταν μιλάμε για ανάδειξη μιλάμε για την πλήρη ανακατασκευή του.
Ο Κώστας Κοτσάνης που στα παιδικά του χρόνια δούλεψε στο μύλο που έχτισε ο προπάππους του, κλείνει τα μάτια και βλέπει ήδη τα δώδεκα πανιά να ξετυλίγονται πάνω στις αντένες. Όταν ανοίγουν, η φτερωτή θα έχει διάμετρο 10 μ. και θα είναι ορατή από το Μηλιωπό, από την Αρέθουσα, από τη Μεσαριά και την Πούντα, από ένα μεγάλο τμήμα του παράκτιου μετώπου της βόρειας Ικαρίας.
Στα σχέδια είναι επίσης το να υπάρχει εύκολη πρόσβαση, να διαμορφωθεί ο περιβάλλων χώρος και να προσφέρεται για διάφορες εκδηλώσεις. Ο ανεμόμυλος, καιρού επιτρέποντος, θα βρίσκεται σε κίνηση όλη τη θερινή περίοδο.
Οι δυσκολίες είναι πολλές. Διαδοχικά προβλήματα που ζητούν ευρηματικότητα και λύση. Τα εξαρτήματα σχεδιάζονται με ξενύχτια πάνω από το λευκό χαρτί, σβήνονται και ξανά πάλι από την αρχή. Κούραση, συχνά απογοήτευση αλλά απέραντη ικανοποίηση. Είναι μια οδύσσεια αλλά κι ένα γλυκό, νοσταλγικό ταξίδι πίσω στο χρόνο. Περιμένουμε κι ελπίζουμε να βρεθούν χρηματοδότες γιατί ό,τι ζωντανεύει στον τόπο μας, παραφράζοντας το Νίτσε, μας κάνει σίγουρα πιο δυνατούς.
Φωτογραφίες:
Στο βάθος διακρίνεται η "χελιδόνα" του παλιού μηχανισμού, ακριβώς μπροστά το ξύλινο αφάλι. Κόπηκε από συκιά που χρησιμοποιούταν παραδοσιακά για το συγκεκριμένο εξάρτημα αλλά δεν άντεξε και σκίστηκε πριν καν δεχτεί φορτίο. Σε πρώτο πλάνο το καινούριο αφάλι από τεφλόν περασμένο στο αδράχτι. Είναι το μοναδικό εξάρτημα που κατασκευάστηκε από σύγχρονο υλικό.
Διακρίνονται μερικά από τα 64 δόντια της ρόδας που γυρίζει κάθετα πάνω στο ξόνι. Επάνω δεξιά τα "καβαλαρίκια", σανίδες που επικαλύπτουν μερικώς η μία την άλλη για να μην μπαίνει το νερό της βροχής. Θεωρείται πρόχειρη ως κατασκευή αλλά όλη η στέγη - και το ξόνι με τις αντένες και τη ρόδα πάνω του - πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ελαφρύτερη. Ο μυλωνάς με τους βοηθούς του την γύριζε ασκώντας μοχλό ώστε τα πανιά να είναι «πάνω» στον καιρό.
Γιάννης Κέφαλος για το ikariamag