τo ξύδι

Oσο ζούσαμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, μέχρι να χτιστεί το δικό μας, θυμάμαι ότι το πιο «ζεστό» δωμάτιο ήταν εκείνο που σήμερα θα λέγαμε τραπεζαρία. Εκεί μαζευόμασταν όλοι. Οι μεγάλοι συζητούσαν και εγώ με την αδελφή μου παίζαμε στα ποδιά τους ή ζωγραφίζαμε ή τους παρακολουθούσαμε εάν καμία φορά είχε ενδιαφέρον η κουβέντα τους. Το δωμάτιο αυτό είχε όλα αυτά τα έπιπλα που θα το χαρακτήριζαν μια τραπεζαρία, επιπλέον μια ξυλόσομπα και ένα διπλό κρεβάτι. Το κρεβάτι του παππού και της γιαγιάς,

Ο παππούς έβλεπε πάντα τηλεόραση ξαπλωμένος. Στην ίδια στάση πάντα. Οι παλάμες κάτω απ τον σβέρκο και τα ποδιά να μισοκρέμονται απ’ το κρεβάτι μην τυχόν και το λερώσει και τ’ ακούσει απ’ τη γιαγιά. Κάθε Κυριακή παρακολουθούσε τη «Βουλή». Εγώ τότε καταλάβαινα και δεν καταλάβαινα τι ήταν η Βουλή. Σχεδόν καμία λέξη από αυτές που χρησιμοποιούσαν δεν μου ήταν γνωστή ενώ στα αυτιά μου ηχούσε ένα ατελείωτο βουητό, αυτό που λέμε «μπλα μπλα μπλα», από τους ανθρώπους που εναλλάσσονταν στην οθόνη της τηλεόρασης.

Σίγουρα όμως καταλάβαινα ότι όλοι αυτοί  ήταν  κάποιοι «σπουδαίοι» άνθρωποι και όλα τα σχετικά και ότι αυτά που έλεγαν τραβούσαν για κάποιο λόγο την περιέργεια του παππού. Πολλές φορές απορούσα για το πώς μπορούσε να τους καταλάβει και πώς δεν τον κούραζε αυτό το βαρετό σκηνικό, που ουδεμία σχέση είχε με οτιδήποτε άλλο έδειχνε η τηλεόραση τις άλλες ώρες .

Μια Κυριακή  ενώ όλα ήταν κανονικά - ο παππούς ξαπλωμένος στην συνηθισμένη στάση παρακολουθούσε τις ομιλίες, η γιαγιά ακουγόταν απ’ την κουζίνα να κάνει δουλειές και εγώ έπαιζα πάνω στην κουρελού - συνέβη κάτι αναπάντεχο που με προβλημάτισε παρά πολύ!

Ξαφνικά, την ηρεμία της ατμόσφαιρας  χάλασε ένα δυνατό «Ναααα» που ξεφώνισε ο παππούς.

Ταραγμένη πετάχτηκα πάνω και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα τον παππού να χει πάρει το χέρι απ τον σβέρκο του και με απλωμένη την παλάμη προς την τηλεόραση να μουντζώνει εκείνον τον «σπουδαίο» που μίλαγε. Κατά την διάρκεια της Βουλής ίσαμε με πέντε -έξι  «Ναααα» άκουσα, και όχι μόνον αυτό... αλλά και κάθε Κυριακή  το «Ναααα» του δεν έλειπε από εκείνο το δωμάτιο.

Ώσπου το πήρα απόφαση. Αυτοί οι «σπουδαίοι», τελικά δεν πρέπει να είναι και πολύ σπουδαίοι, και όλα αυτά που λένε, μάλλον δεν ευχαριστούν και πολύ τον παππού.

Και ενώ πέρασαν οι δεκαετίες, συνειδητοποιώ ότι ακόμα στα αυτιά μου ηχούν σαν ένα ατελείωτο «μπλά μπλά μπλα» αυτά που λένε οι πολιτικοί της χώρας μας και σα να’ ναι κληρονομικό ένα πράμα, μου ξεφεύγει που και που καμία μούντζα.

Όμως αυτό που με πειράζει περισσότερο από όλα, είναι που κακότροπα όλοι προσπαθούν να επιβάλλουν τις πολιτικές πεποιθήσεις τους, υψώνουν τείχη μπροστά τους, επικεντρώνονται στα ανούσια και χάνουν τα ουσιαστικά, που κόβονται  ακόμη και οι «καλημέρες» μεταξύ μας τόσο εύκολα, όσο εύκολα «κόβει» το κρασί στο βαρέλι  από μια στάλα ξύδι.

Κική Τσαντίρη
t_kyriaki@yahoo.com

ikariastore banner