Η γιαγιά μου έμενε στο Σεβδαλή. Για όσους δεν ξέρουν, ο Σεβδαλής είναι μια γειτονιά στον Άγιο Κήρυκο που αποτελείται από σοκάκια και τουλάχιστον τρεις σειρές σκάλες. Το σπίτι της γιαγιάς λοιπόν ήταν στο δεύτερο σοκάκι από κάτω προς τα πάνω.

05/09/2012 - 00:18Οι βετεράνοι

Λένε ότι τη δεύτερη φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται ως κωμωδία, αλλά εδώ το αστειάκι είχε ξεκινήσει από την πρώτη. Ή τουλάχιστον αυτό θα πίστευε όποιος τους έβλεπε στην αφετηρία. Άλλος με βερμουδίτσα, άλλος με τζηνάκι, άλλος με σορτσάκι. Ένας πήγε να βγάλει το σορτσάκι και να μείνει με το μαγιώ, αλλά τον κράξανε οι υπόλοιποι και το ξανάβαλε.

Ιστορίες σε ικαριακό ντεκόρ που ακούστηκαν το καλοκαίρι του 2012 αν και ενδεχομένως έχουν διαδραματιστεί αρκετά παλαιότερα.

29/05/2012 (All day)Ακριβοί ίσκιοι

Ένα μεγαλούτσικο κτήμα είναι στη μέση του χωριού. Χώμα και τοιχαλάκια. Μα στο πάνω πεζούλι δεσπόζουν δυο τεράστιες βελανιδιές η μια κολλητά στην άλλη. Τριγύρω τους μεγαλώσαμε, πότε κρυβόμασταν από τους γονείς, πότε σκαρφαλώναμε στους κορμούς, πότε βγάζαμε φωτογραφία τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που παιχνίδιζαν ανάμεσα στα κλαριά...

17/05/2012 - 00:10Το δαχτυλίδι

Φαντάζεστε ένα δαχτυλίδι να αλλάζει χέρια; Ή ακόμη καλύτερα φαντάζεστε ένα δαχτυλίδι να αλλάζει χώρες και να προσγειώνεται σ’ ένα τσίγκινο λαδοντενεκέ σ’ αυλή της Αρέθουσας Ικαρίας;

Μια φορά και ένα καιρό οι κάτοικοι μιας γκρίζας και μονότονης κωμόπολης που δεν έχει σημασία πώς τη έλεγαν και πού ήταν, είχαν συνηθίσει να πλήττουν, τόσο πολύ που ούτε το καταλάβαιναν πια. Ξυπνούσαν χαράματα, έριχναν το πρωινό τους καύσιμο στις κούπες τους, μασουλούσαν λίγη τροφή και βάδιζαν ράθυμα για τις δουλειές τους.

Η γυναίκα του τον παρακαλούσε ένα χρόνο σχεδόν. Από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Ιταλοί στο νησί. Δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Μήτε σπόρος, μήτε ζωντανό. Είχε αρχίσει ο εφιάλτης της πείνας. Οι βάρκες έφευγαν γεμάτες κόσμο κάθε νύχτα που το φεγγάρι έλειπε από τον ουρανό ή είχε σκεπαστεί με βαριά σύννεφα. Όλοι οι συγγενείς είχαν φύγει από καιρό, τουλάχιστον οι πιο νέοι. Οι γειτόνοι το ίδιο.

Δεν ξέρω πώς τους συνέμπε των δικών μου εκείνη τη χρονιά - το ’78 ήτανε - να πάμε κάτω να κάνουμε Πάσχα. Σπίτι δεν είχαμε, οπότε μείναμε μετά από κάποιες μυστηριώδεις συνεννοήσεις στο σπίτι ενός ξαδέλφου εξ’ αγχιστείας, μετανάστη, που ερχόταν οικογενειακώς μόνο για καλοκαίρι.

22/03/2012 - 00:41Ο εξαγωγέας

Ο Χαραλάμπης δεν άντεχε τον πόνο. Ειδικά τον πόνο διαρκείας. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος κι ήθελε να παραμείνει έτσι. Ό,τι λοιπόν του χάλαγε το κέφι και τον μαράζωνε του ‘δινε μια και το πετούσε απ’ όξω…

Σελίδες

ikariastore banner