Επιστημονικός τουρισμός

Φωτογραφία: Βασίλης Δουρής

Κατηφόριζα βιαστικά στην πλατεία του Ευδήλου - όσο βιαστικά μου επιτρέπει η ικαριακή μου ανατροφή και ο νωχελικός μήνας Αύγουστος. Ήθελα να προλάβω να δω τη φίλη μου την Α. πριν φύγει για το εξωτερικό, καθώς είχαμε συναντηθεί ελάχιστα αυτές τις μέρες των διακοπών. Την εντόπισα να κάθεται σε ένα καφενείο μαζί με μια παρέα αδέλφια, ξαδέλφια και ανήψια κι έσπευσα προς τα εκεί· καθ’ οδόν διασταυρώθηκα με μια ομάδα νεαρών που κρατούσαν μουσικά όργανα. Τους έριξα μια φευγαλέα ματιά: «γκρούβαλοι», σκέφτηκα, και συνέχισα την πορεία μου, αν και κάτι στην εικόνα μου φάνηκε απροσδιόριστα γνωστό.

Έκατσα στο καφενείο με την παρέα των αδελφοξάδελφων. «Τι να κεράσουμε;» ρώτησε ο σύζυγος μιας αδελφής, «καφέ, ελληνικό» απάντησα αθώα. Μεσάνυχτα σχεδόν ήτανε, μια χαρά ώρα για ένα καφεδάκι. Ο σύζυγος δε μάσησε· αν και «γαμβρός» (από αυτούς που οι αυτόχθονες ονομάζουν δήθεν σκωπτικώς «μαζέματα»), ήταν καλά εκπαιδευμένος στα ήθη και έθιμα της νήσου. Μου έδειξε τον καφέ που έπινε ο ίδιος, επίσης ελληνικό, διπλό μάλιστα.

Από το βάθος ακούστηκαν κάτι μουσικές. Η ομάδα τραγουδούσε, άκουγα να έρχεται κάτι σαν ταραντέλλα. Μετά από λίγο είπαν το «Χαράματα η ώρα τρεις». Η Α. σχολίασε ότι τραγουδούσαν σε πολλές γλώσσες, προηγουμένως είχαν πει κάτι γαλλικά.  

Κάτι έκανε «κλικ».

- Γαλλικά; Είσαι σίγουρη;
- Φυσικά, το ξέρω το κομμάτι. Μα πού πας;
- Επιστρέφω αμέσως.


Κατευθύνθηκα βιαστικά (όσο μου επιτρέπει κλπ.) προς την ομάδα των μουσικών. Πρόσεξα ότι εκτός από τις κιθάρες και τα απαραίτητα τουμπερλέκια είχαν και μερικά πιο ψαγμένα όργανα, κάτι σα μαντολίνο συν κάτι ξύλινα πνευστά, φλάουτα, φλογέρες... Μια νεαρή μάγισσα με ένα ντέφι μάζευε τις εισφορές του κοινού (όχι και πολλές). Το μάτι μου κόλλησε σε έναν ψηλό, ξανθό, επιβλητικό κιθαρίστα. Απροσδιορίστως γνωστό. Όχι και τόσο απροσδιορίστως, τελικά.

- Να σε ρωτήσω, ρε φιλαράκι, μήπως είσαι Γάλλος;
- Ναι,
Γάλλος, είπε ο τύπος ενώ προσπαθούσε να καταλάβει από πού του ερχόταν η ερώτηση - χρειάστηκε να σκύψει για να με αντιληφθεί.
- Ολιβιέ δε σε λένε;
- Ολιβιέ
, απάντησε ο τύπος, χαρούμενος που είχε εντοπίσει την πηγή των ερωτήσεων στο κάτω μέρος του οπτικού του πεδίου.
- Και δε μου λες... Δεν ήσουνα ερευνητής στα Λέιζερ στην Κρήτη;
- Ναι!
αναφώνησε συγκινημένος ο Ολιβιέ, χαρακτηριστικότατη φάτσα της κοινότητας των ξένων επιστημόνων-ερευνητών του Ηρακλείου τον καιρό που ζούσα εκεί, δηλαδή μέχρι πρότινος.

Η επόμενη ερώτηση κανονικά θα ήταν «- Και τι σκατά θέλεις κοτζάμ ερευνητής Λέιζερ να παριστάνεις τον κιθαρίστα σε περιπλανώμενο θίασο στην Ικαρία, μου λες;», αλλά περιορίστηκα να ρωτήσω πώς βρέθηκε εδώ. Μου είπε ότι είχε αφήσει την Κρήτη και δούλευε στο Παρίσι, αλλά κάτι φίλοι (να αυτός εδώ με το μαντολίνο είναι Ιταλός, εκείνος εκεί με τη φλογέρα Έλληνας, ο άλλος Ιρλανδός...) αποφάσισαν να γυρίσουν τα νησιά το καλοκαίρι κι εκείνος δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ξαναβρεθεί στην Ελλάδα, διότι ήταν πολύ ωραία εδώ και...

- Αργείς; αγρίεψε η (Ελληνίς) ταμίας του θιάσου με το ντέφι. Έχουμε δουλειά!

Ο Ολιβιέ με κοίταξε αμήχανα· είπα «σερσέ λα φαμ», χαμογέλασα στην κοπέλα (εκείνη πάλι όχι) και ξαναπήγα προς το καφενείο. Άκουσα πίσω μου την ομάδα να τραγουδάει κάτι στα ισπανικά.

- Μα πού ήσουνα; Ρώτησε η Α. ενώ ο καφές μου μόλις είχε καταφθάσει.
- Στην Κρήτη, είπα δοκιμάζοντας την πρώτη γουλιά.

Η Α. μου έριξε ένα κάπως απορημένο βλέμμα με τα μαύρα, γελαστά μάτια της. Πάνω στην ώρα, από απέναντι ακούστηκαν οι πρώτες νότες του Ερωτόκριτου.

Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com

ikariastore banner