Βεντέτα

Ωραίο πράμα η οικογένεια. Και τ’ αδέρφια. Πολύ ωραίο. Τη δική μας κόρη, βέβαια, την αφήσαμε μοναχοπαίδι, προς μεγάλη απογοήτευση, κυρίως των γιαγιάδων, που προσφέρουν γή και ύδωρ προκειμένου να έχουν την χαρά να νταντέψουν άλλη μία λέρα, αλλά τι τα θες; Εγώ, πάντως, μια αδερφή την έχω. Χαρά θεού, γενναιόδωρη και ανοιχτοχέρα, έξω καρδιά, υ-πέ-ρο-χη μαγείρισσα, γαλιάντρα, τρυφερή και ημίτρελη.

Όλη μου η οικογένεια είμαστε παλαβοί, μη θαρρείς. Και είμαι σίγουρη πως τουλάχιστον οι μισοί εδώ πέρα σκέφτεστε το ίδιο για τις δικές σας. Και θα ΄χετε και τα δίκια σας. Όμως, ευτυχώς, κάθε οικογένεια είναι παλαβή με τον δικό της τρόπο (τα λέει και ο Τολστόι στην Άννα Καρένινα, παιδιά), γεγονός που επιτρέπει σε όλους μας να γελάμε με την καρδιά μας εις βάρος των άλλων και να παρηγοριόμαστε που πάντα υπάρχουν και χειρότερα.

Η αδερφή μου, που λες, είναι μικρότερη, τρία χρόνια και κάτι ψιλά. Δεν πήρα πολύ καλά τον ερχομό της. Θα ‘λεγε κανείς πως ίσως να το πήρα και βαριά. Χρειάστηκα λίγο καιρό να το ξεπεράσω. Καμιά δεκαπενταριά χρόνια περίπου. Αλλά από τότε, αααα, όλα κι όλα, είμαστε σαν τον Φίλιππο με τον Ναθαναήλ. Και ενώ θα περίμενε κανείς να έχω το πάνω χέρι (πριν τη Μεγάλη Συμφιλίωση, λέμε) η πικρή αλήθεια είναι ότι αυτό το μικρό με έκανε ό,τι ήθελε. Ήξερε όλα τα κουμπιά μου, πώς και κυρίως πότε να τα πατήσει, για να με κάνει πύραυλο, έξαλλη, να με εξωθήσει στο έγκλημα, ρε παιδί μου. Ήταν, και είναι ακόμα, μανούλα στον χειρισμό των ανθρώπων (στοιχείο βασικό για να επιβιώσει κανείς σε ένα σπίτι που κάποιος σχεδιάζει νυχθημερόν την ατυχή του εξαφάνιση) με αποτέλεσμα ομηρικούς καυγάδες, που σε καμία περίπτωση δεν περιμένεις από δυο καλοαναθρεμμένα κοριτσάκια αστικών οικογενειών.

Αλλά καμιά φορά, πού και πού, έπαιρνα το αίμα μου πίσω και με τόκο. Μια από αυτές τις ιστορίες είναι κι ετούτη. Μια ιστορία γλυκιάς εκδίκησης.

Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά εκεί στα μέσα του 80 προβαλλόταν στην ΕΡΤ μια σειρά με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο Βεντέτα. Μεγάλη επιτυχία, αστυνομική ιστορία με μυστήριο, πλεκτάνες, ναρκωτικά, φονικά, πολλά πράγματα, που ίσως και να τα θυμάμαι με πολύ περισσότερο σασπένς απ’ όσο πραγματικά είχαν. Εν πάση περιπτώσει, μια από τις πρωταγωνίστριες του σήριαλ έπεσε θύμα ενός φριχτού ατυχήματος ή κάτι τέτοιο, και βρέθηκε βαριά τραυματισμένη με πολλαπλά εγκαύματα, κλινήρης και φασκιωμένη με γάζες από την κορυφή μέχρι τα νύχια, να παραληρεί σε κάποιο νοσοκομείο. Η εικόνα αυτή της ζωντανής μούμιας στοίχειωσε την εξάχρονη αδερφή μου από τότε και για πάντα. Δεν έχει τίποτα χειρότερο. Πές της ιστορίες με φαντάσματα, μίλα της για αποκεφαλισμούς, πιπίλα της το μυαλό για ανθρωποφάγα, αιμοδιψή ζόμπι. Τίποτα δεν θα τη συγκινήσει. Αν βαρύνεις όμως λίγο τη φωνή σου και της ψιθυρίσεις στο αυτί «Βεντέεεετα»…. Πάει, αυτό ήταν. Θα σαλτάρει από το μπαλκόνι και θα τρέχει μέχρι το ξημέρωμα.

Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, όπως και όλα τα άλλα, μας έχει κατεβάσει η γιαγιά στο χωριό, στην Ικαρία. Το σπίτι δυο δωμάτια, όλα κι όλα. Όλα τα μικρά κοιμόμαστε σωρός κουβάρι στα δύο κρεβάτια, πόδια να χαϊδεύουν κεφάλια, χέρια να τσιμπάνε κοιλιές και να τραβάνε κοτσίδες, δάχτυλα να χώνονται σε αποκοιμισμένα μάτια. Το χωριό δεν έχει προλάβει ακόμα να γνωρίσει το θαύμα του ηλεκτρισμού, οπότε με το που νύχτωνε λάμπες πετρελαίου στερεώνονταν στους τοίχους, πολύ προσεχτικά μη γίνουμε Κούγκι, με το κίτρινο φώς τους να σαλεύει ύποπτα κάθε φορά που οι αέρας περνούσε τις σίτες.

Σ’ αυτό, λοιπόν, το ατμοσφαιρικό σκηνικό, με την πολύτιμη βοήθεια των υπόλοιπων πρόθυμων και ανελέητων ξαδέρφων, αποφασίζω να στήσω ένα χουνέρι στην πολυαγαπημένη μου αδερφή. Πάμε στο κρεββάτι μας και πιάνουμε δυο τρία μαξιλάρια και με ένα σεντόνι τα φέρνουμε βόλτες να πάρουν το σχήμα ενός ξαπλωμένου ανθρώπου. Το σκεπάζουμε προσεχτικά με τα υπόλοιπα στρωσίδια και, κάτω από το κεφάλι της «κοιμωμένης», βάζουμε ένα καταπληκτικό (ακόμα το χω, αθάνατο!) walkie talkie της General Electrics, που γύρευε ποιος μας το ‘χε φέρει δώρο, από τα εξωτερικά, παρακαλώ πολύ.

Χαχανίζοντας κρυφά και με την ανυπομονησία να μας τρώει, μετρούσαμε τα λεπτά μέχρι να κουραστεί το ανυποψίαστο θύμα και να πάει για ύπνο. Αιώνες πρέπει μας φάνηκε αλλά με τα πολλά, κάποια στιγμή, νύσταξε και ανακοίνωσε πως πάει να ξαπλώσει. Το κρεββάτι της ήταν ακριβώς δίπλα από το παράθυρο, οπότε, με το που μπαίνει, παίρνουμε όλοι οι υπόλοιποι θέση έξω, κάτω από το περβάζι. Το δωμάτιο σκοτεινό, τα κρεββάτια ανάκατα, εκείνη μέσα στη μαύρη νύστα, δεν πρόλαβε να παρατηρήσει τίποτα περίεργο και χώνεται κάτω από τα σεντόνια. Με το που βολεύεται και αρχίζει να την παίρνει ο πρώτος γλυκός ύπνος (αποκοιμιέται και αμέσως, ήμαρτον, δηλαδή) ανοίγω το walkie talkie και ψιθυρίζω θανατερά: Είμαι η Βεντέτα. Ήρθα να σε πάααααρω!

Σε κλάσματα δευτερολέπτου η Μυρτώ πετάγεται πάνω και κοιτάει έντρομη γύρω γύρω. Εμείς απτόητοι: Είμαι η Βεντέτα και ήρθα και να σε πάααρω! Τινάζεται το μικρό, σηκώνει τα σεντόνια και βλέπει το φασκιωμένο κορμί δίπλα της! Ε, που να στα λέω. Μπήγει κάτι φωνές που και πεθαμένους ανέστησαν και προσπαθεί έντρομη να φύγει από το κρεββάτι. Τα πόδια της μπλέκουν στα σεντόνια και το κακόμοιρο προσπαθεί, κλωτσώντας και παλεύοντας να τα πετάξει από πάνω της. Όσο τραβούσε δε τα σεντόνια, τόσο κουνούσε τη «Βεντέτα» που τριβόταν απειλητικά πάνω στα ποδαράκια της, προκαλώντας της ακόμα περισσότερο τρόμο. Με τα πολλά, με φωνές, κλωτσιές και τσιρίδες, κουτρουβαλάει από το κρεβάτι και τρέχει προς τη δίφυλλη πόρτα. (Εμείς εκεί, το χαβά μας: Είμαι η Βεντέτα, έρχομαι να σε πιάσω). Το φως όμως είναι λιγοστό και τρεμάμενο και όπως παραπατάει να βγει, μπερδεύεται και πέφτει με κρότο πάνω στο κλειστό φύλλο της πόρτας, χτυπάει με το κεφάλι, πατάει άλλη μια τσιρίδα περιποιημένη και αναλύεται σε κλάματα, πριν προλάβει να πεταχτεί σφαίρα έξω από το στοιχειωμένο δωμάτιο και μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς!

Η γιαγιά κόκκαλο! Η γυναίκα του Λώτ! Δεν της πήρε όμως πολύ να μυριστεί ότι κάτι χοντρό είχαμε σκαρώσει στο μικρό και του κόψαμε τη χολή και χωρίς πολλά πολλά, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση, αρπάζει την μυγοσκοτώστρα (weapon of choice) και ξεχύνεται στην αυλή. Εμείς ξελιγωμένα από τα γέλια, με δάκρυα στα ματιά και χωρίς καμία τύψη να ζεσταίνει τις κρύες ψυχές μας, είμασταν ακόμα κάτω από το περβάζι, στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, ψιθυρίζοντας απειλές στο μικρόφωνο. Με το που παίρνουμε χαμπάρι τη γιαγιά μαινόμενη να κατευθύνεται προς το μέρος μας, πεταγόμαστε πάνω και αρχίζουμε το τρέξιμο. Άλλος πήρε το βουνό (ο Νίκος), άλλος κρύφτηκε στην αποθήκη (η Ελένη και η Αθηνά), άλλος σκαρφάλωσε στη στέγη της τουαλέτας (εγώ). Ό,τι ήταν δυνατόν, ώστε να γλυτώσουμε το καταχέριασμα που μας αναλογούσε.

Περιττό να σου πω, πως ο Ιορδάνης ποταμός δε μας ξέπλυνε εκείνο το βράδυ. Τα μπούτια μας πήραν φωτιά από τη μυγοσκοτώστρα και τ’ αυτιά μας βούιξαν από το κήρυγμα της γιαγιάς περί αγάπης, προστασίας, σεβασμού, παγκόσμιας ειρήνης και αφοπλισμού. Όχι ότι την αδικώ, βέβαια. Πρέπει, όμως, να σου εξομολογηθώ, επίσης, πως από κείνο το βράδυ, μέχρι και τώρα που τα λέμε, δεν μας έχει κοπεί το γέλιο. Φτάνει σ’ ένα τραπέζι, εκεί που καθόμαστε όλο το σόι μαζί και τρώμε, κάποιος, μπουκωμένος με κατσικάκι και πατάτες να πεί «Είμαι η Βεντέτα» για να μας πιάσουν γέλια νευρικά και ασυγκράτητα, να πνιγόμαστε στη σαλάτα και το κρασί, να σπρώχνουμε ο ένας το άλλο και να κλαίμε από χαρά. Ακόμα και η Μυρτώ. Πιο πολύ απ’ όλους η Μυρτώ.

Γιατί τέτοιο κορόιδο είναι!

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.

ikariastore banner