Ταξίδι με μποφόρια

Το είχα καταλάβει απο την αρχή. Φαινόταν. Δεν είχα κοιτάξει τον καιρό. Τι νόημα είχε άλλωστε, έπρεπε να πάω κάτω, έπρεπε να φύγω όπως και δήποτε. Φυσούσε και στην Αθήνα πολύ. Φαντάσου.

Έφτασα στον Πειραιά και ο κόσμος που έμπαινε στο πλοίο ήταν ελάχιστος. Μερικές νταλίκες, καμιά δεκαριά Ι.Χ. και ο κύριος των εισιτηρίων να βαριέται. Εμεινα λιγο δυστακτική στην μπουκαπόρτα και ύστερα σκέφτηκα πως μπαίνω στο Ν.Μύκονος, στη θεότητα των πλοίων. Μπήκα με θάρρος.

Οπως ανέβαινα τις κυλιόμενες, άκουσα πίσω μου δύο κυρίες να ψυθιρίζουν: " Ένα καναπέ, ένα καναπέ να πιάσουμε." Πηρά πολύ σοβαρά αυτήν την προτροπή. Πήγα γρήγορα-γρήγορα δίπλα στην τραπεζαρία και εξασφάλισα το μέλλον μου. Σε λίγο όλα τα καναπεδάκια είχαν τεθεί υπό κατάληψη. Προβλεπόμενα μποφορ οκτώ και τοπικά εννιά.

Μέχρι το Σούνιο ήταν υποφερτά. Πρόλαβα να πιω και ένα καφεδάκι, και αυτό ηταν το μεγαλύτερο λαθος μου. Αν θες να κοιμηθείς δεν πρέπει να πιεις καφέ, ειναι πασίγνωστο, ομως συχνά η χαζομάρα κάνει απρόβλεπτες επισκέψεις στη κριση σου.

Και μετά το Κάβο Ντόρο…. εσύ που ξερεις, καταλαβαίνεις. Οι καρέκλες στο κατάστρωμα να χορεύουν συρτό, μπρος-πίσω. Τα κύματα να σκάνε στα παραθυρα της τραπεζαρίας και η ριγέ οροφή με τα σποτάκια και τους εξαερισμούς να τρέμει ασταμάτητα. Εντάξει, είχα ξαπλώσει και δεν φοβόμουν σαν την γιαγιά του πιο μπροστά καναπέ που ειχε κανει διακόσιες φορές τον σταυρό της. Ούτε ζαλιζόμουν σαν το παλικάρι δίπλα που ειχε γινει κίτρινο. Ούτε καν είχα μωρό σαν το ζευγάρι πιο πέρα που πάσχιζαν να το αλλάξουν, να το ταϊσουν και να το κοιμίσουν. Ούτε είχα γίνει σταφίδα, σαν την κυρία που ο άντρας της σχεδόν την σήκωσε στα χέρια για να πάει τουαλέτα. Πίστευα πως είχα μια σχετική υπεροχή. Αλήθεια.

Είχα ξεχάσει όμως αυτούς τους απίστευτους τύπους… Κατά τις έξι βγάζει ανακοίνωση για το εστιατόριο. Σκέφτηκα πως ειναι αστείο πράγμα αφού κανείς δεν θα ήθελε να φαει σε τέτοια κατάσταση. Κι όμως, και έκατσαν και έφαγαν και ήπιαν μπύρες. Μπύρες, το κατάλαβες; Τελικά είμαστε ίδιοι μα τόσο διαφορετικοί όλοι.

Πιάσαμε Σύρο κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από το κούνημα και φύγαμε ταραγμένοι και πονοκεφαλιασμένοι απο τις αγχωμένες αγριοφωνάρες των καλαθοφόρων λουκουματζήδων. Πιάσαμε Μύκονο και στο φεύγα άνοιξε το ψυγείο της τραπεζαρίας, χυθήκαν τα αναψυκτικά, και μπουκάλια κρασί έσπασαν διαχέοντας μυρωδιά αλκοόλ στο χώρο, καθόλου ασχημή αν υπολογίσεις τις μυρωδιές που ήδη υπήρχαν.

Και μετά όλοι καθίσαμε σιωπηλοί, πιο σιωπηλοί από πριν. Είχαμε ακόμα τρείς ωρες για τον Άγιο, τρεις ώρες ικάριο κούνημα. Τρεις ώρες στο φουρτουνιασμένο πέλαγο που δε σε λυπάται....αλλά ας είναι, φτάσαμε.

Έκοψε ο καιρός και βγήκε ανακοίνωση. Πήρα βιαστικά τα πράγματά μου και κατέβηκα στο γκαράζ. Βιαζόμουν να πατήσω το τσιμέντο του λιμανιού πιο πολύ απο άλλες φορές. Το καράβι συνέχιζε για Καβάλα και λυπόμουν λίγο αυτούς που άφηνα μέσα.

"Και αυτό θα περάσει", που είχε κεντήσει και η γιαγιά μου σε μια πάντα κρεμαστή. Σόφη φράση, γενικής χρήσης.

Θεοδοσία Καρίμαλη
theodosia1983@yahoo.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Θεοδοσίας Καρίμαλη.