Τα λόγια

Πάνε χρόνια, μα το θυμάται εκείνο το απόγευμα ο Σιδερής. Τον θυμάται. Θα ΄ταν κοντά στα ογδόντα πια ο θείος του. Από του πατέρα του το σόι. Καλός συγγενής, καλός άνθρωπος και παντρεμένος με μια όμορφη καριωτίνα από το διπλανό χωριό που είχε σταθεί δίπλα του, όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Να υποστηρίζει και εκείνον και τα όνειρα του. Δεν είχαν κάνει παιδιά και έτσι τού είχε δώσει του Σιδερή το όνομα του. Ερχόταν συχνά εδώ στο σπίτι του ανιψιού στην άκρη του χωριού να τον έβρει, να κάνει και τη βόλτα του, να τα πούνε και πολλές φορές μέχρι που τους έβρισκε αργά το βράδυ. Έτσι και εκείνο το απόγευμα. Μέχρι αργά το βράδυ. Έπιναν το κρασί τους και μετά άλλη μια κούπα και μετά μια άλλη και κάπως τα λόγια λύθηκαν και απλώθηκαν γύρω τους. Άναψε και το τσιγάρο που κρατούσε ως τότε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Κάπνιζε ακόμα παρά τα χρόνια και τα προβλήματα που είχε πια με την αναπνοή του. Εγώ το έκανα το ταξίδι, μονολόγησε, πριν σβήσει το σπίρτο. Εσείς να κοιτάξετε πώς θα ζήσετε. Το φύσηξε μετά, πίεσε την καρβουνιασμένη του άκρη και το πέταξε μέσα στο τζάκι που έκαιγε δίπλα του.

Ήταν μάλλον ωραίος άντρας, μ' ένα χαμόγελο ζεστό σαν κατακαλόκαιρο. Ψηλός, γεροδεμένος παρά τα χρόνια του, μα κουρασμένος άνθρωπος. Παλιός αριστερός, με μια βαθιά πίστη στην ικανότητα του ανθρώπου, στην προκοπή. Πλήρης σε όνειρα αλλά και σε απογοητεύσεις. Αυτές πια και αν ήταν πολλές. Είχε βάλει τότε και εκείνος τα άρβυλα, για να πατήσει το βουνό τις μέρες του εμφυλίου, όταν δεν δέχτηκε όπως πολλοί τότε, να υπογράψει.

Η ώρα περνούσε και ο  Σιδερής καθόσο πίνανε τον παρατηρούσε. Οι ίριδες των γέρικων ματιών του ήταν κατάμαυρες, μα με κυανού σκιές στις άκριες. Περίεργα μάτια, σαν τη θάλασσα που είχε μπροστά του τόσα χρόνια. Σαν να πέρναγε μέσα του το πέλαγο σιγά σιγά. Μάτια κατοικημένα ακόμα από υγρά συναισθήματα καημού νόμιζες, πίκρας. Μα στα λόγια του πάλι, έβρισκες μια βαθιά συμφιλιωτική διάθεση. Αριστερά, είναι να μπαίνεις στη θέση του άλλου, έλεγε. Ναι. Φανατίζονται να ξέρεις, μόνο όσοι δεν έχουν υποφέρει ποτέ στη ζωή τους, προσέθετε. Αυτοί δεν συγχωρούν! Κι άλλη μια κούπα μετά. Μόλις έβγαλε τον καπνό από την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου, το πρόσωπό του πήρε ένα ύφος θαρρείς απολογητικό ενώ οι λάμψεις και οι σκιές του τζακιού φώτιζαν και σκοτείνιαζαν ανά στιγμές το μέτωπό του.

Τι να σου πω. Ήμασταν νέοι. Ψάχναμε τα αιώνια και τ' άγνωστα. Δεν ξέρω. Η ζωή ήτανε δύσκολη ναι, αλλά ήταν όμορφη. Η ζωή ήταν άδικη, αλλά σίγουρα μπορούσε να γίνει δίκαιη. Αυτό παλεύαμε, το άδικο παλεύαμε. Τον αυταρχισμό, την καταπίεση... Η ελπίδα για το αύριο ήταν η έννοια μας. Και δώστου αυτοί να μας κυνηγάνε. Και στην Ικαριά πάνω, και στην μεγάλη στεριά πιο μετά και στις δουλειές, αν μας άφηναν να τις βρούμε και αυτές, και στα πάρε δώσε με τις αρχές και τις χαρτούρες τους... μια ζωή κυνηγημένα παιδιά. Δεν ξέρω τι έκανα. Αγωνίστηκα να μείνω άνθρωπος, δεν είναι και εύκολο πράμα. Παλεύαμε την ασχήμια των ημερών μας τότε, να μείνουμε άνθρωποι. Με τρυφερότητα, με έννοια για τον διπλανό. Σ' αυτό πίστευα. Τι γυρεύαμε; "Να βρούμε, έγραφε κάπου, την προσωπική μας αισθητική". Χαμογέλασε, σαν να ντράπηκε γι' αυτό που 'πε. Το 'χα διαβάσει αυτό στη πρώτη νιότη μου και το θυμάμαι ακόμα να δεις. Αυτό δα γύρευα μου φαίνεται. Την ομορφιά γύρευα, την αγάπη, το δίκιο, το μοίρασμα, το μαζί. Έναν κόσμο όμορφο γυρεύαμε...

Ήπιε την τελευταία γουλιά από το κρασί που είχε μείνει, χτύπησε άξαφνα την ρεπούμπλικα στο γόνατο του, σαν να ήταν κάποιου είδους εντολή να σηκωθεί, προχώρησε μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού, κοντοστάθηκε πάλι, πήρε ανάσα, και κοιτάζοντας προς την γωνιά που βρισκόταν μια σβηστή τηλεόραση παλιά, με ένα νεύμα συνέχισε τα λόγια του.

Γιατί βρε Σιδερή, δεν τους βλέπεις αύτους δα;  Μια ζωή στα πολλά, μια ζωή ματαιόδοξοι. Αυτοί ακόμα και στα όνειρά τους έτσι είναι. Ματαιόδοξοι. Αλλά μόνοι. Ναι. Και στα όνειρά τους μόνοι είναι αυτοί...

Να 'ναι καλά οι άνθρωποι.

Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.

ikariastore banner