Πειραιάς – Ικαρία σε 8 ημέρες #IstoriesIkarias

Άγιος Κήρυκος, 1960

Πειραιάς –  Ικαρία με το πλοίο. Παραμονή Χριστουγέννων – Παραμονή πρωτοχρονιάς. Ήταν Χριστουγεννόσχολα του 1965. Είχα κατέβει από την Θεσσαλονίκη, πρωτοετής κτηνιατρικής. 

Στις 23 του Δεκέμβρη μπήκαμε στο «Δέσποινα» για τον Άγιο Κήρυκο, μαθητές,  υποψήφιοι, φοιτητές, στρατιώτες και μερικά μουλάρια.  Τα πλοία τότε έφευγαν στις 2 το απόγευμα, φτάναμε στην Ερμούπολη κατά τις 8 και φεύγαμε στις 10, προλαβαίναμε να φάμε την μακαρονάδα στου Λιβαδάρα και λουκούμια Σταματελάτου, στον Άγιο φτάναμε στις τρεις με τέσσερις το πρωί, στην στεριά βγαίναμε με τις βάρκες με τα κουπιά. Ο καιρός ήταν πολύ δυνατός Σορόκος. Ό,τι χειρότερο, αρχίζει να σε κουνάει μόλις βγεις από την μπούκα του λιμανιού του Πειραιά και σε πάει κουνιώντας μέχρι τον Άγιο.

Με χίλια βάσανα περάσαμε τον Κάβο Ντόρο και φτάσαμε στην Σύρο, εκεί ποδίσαμε. Ο καπετάν Μπέης, δεν φοβόταν την θάλασσα, αλλά εν τω μεταξύ βγήκε «απαγορευτικό».  Φυσικά, κρεβάτι σε καμπίνα δεν είχαμε και φυσικά ούτε φράγκα, πέντε δραχμές μόνο για τα «βαρκαδιάτικα» και όχι όλοι. Κανονικά θα έπρεπε να είμαστε στην Τρίτη θέση κατάστρωμα, αλλά λόγω των εκτάκτων καιρικών φαινομένων μάς άφησαν και μπήκαμε στα σαλόνια και στους διαδρόμους, κάναμε και καταλήψεις σε κάποια κρεβάτια. Το βράδυ στην Σύρο, μετά από την κακοκαιρία και το «τάισμα» των ψαριών δεν είχαμε όρεξη για φαγητό, άντε κανένα παξιμαδάκι για τα «υγρά». Όμως ο καπετάνιος πρόσφερε στην νεολαία την φημισμένη «καραβίσια μακαρονάδα», αριστούργημα.

Την άλλη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, είχαμε τρία προβλήματα. Μερικά μουλάρια που είχαν σπάσει τα πόδια τους. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά στη ζωή μου που άκουσα τα μεγάφωνα να φωνάζουν αν υπάρχει επιβάτης κτηνίατρος. Το πλοίο είχε πάρει νερά, αλλά η τεχνολογία υπήρχε, χαρμάνι με τσιμέντο «ταχείας πήξεως» στο κατάστρωμα και το «αξιόπλοον απεκατεστάθη». Και το οικονομικό.

Οι ώρες περνούσαν και ο καιρός γινόταν όλο και πιο δυνατός. Βγήκαμε στην Ερμούπολη, ξέραμε τα κατατόπια, πήγαμε στην πλατεία με το άγαλμα του  Κανάρη στα στενά είπαμε τα κάλαντα στους φούρνους για παξιμάδια και γλυκά, στα μπακάλικα για τυρί...  Το βραδάκι, ο καπετάν Μπέης διέγνωσε μιαν αναχαλιά και αναχωρήσαμε εκτάκτως για Τήνο.  Μέσα στην αναμπουμπούλα, απαλλαχτήκαμε και από τα τραυματισμένα μουλάρια. Βρέθηκε κάποιος επιβάτης που ήξερε, «ειδικότις αποκτηθείσα εν τω στρατεύματι», να κάνει ευθανασία πριν τα τυλίξει το κύμα.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα, με την βοήθεια της Παναγίας της Μεγαλόχαρης καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι το λιμάνι της Τήνου. Ανάψαμε και ένα κερί στην Χάρη της, κάτι μας τρατάρισαν και οι παπάδες. Το βράδυ οι αξιωματικοί μάς κάλεσαν να πάμε έξω σε «ρεβεγιόν», έτσι βρεθήκαμε να διασκεδάζουμε όλοι μαζί, ορθόδοξοι και καθολικοί. Κάποια στιγμή άρχισε η διάθεση των λαχνών. Μια Τηνιακιά με έπεισε να δώσω το τελευταίο τάλιρο που είχα για τα βαρκαδιάτικα να πάρω λαχνό. Η περίοδος των εορτών και οι κακουχίες με είχαν προδιαθέσει να δοκιμάσω την τύχη μου. Κατά τις δύο τα ξημερώματα, ο καπετάν Μπέης από το πλοίο άρχισε να σφυρίζει δίνοντας σήμα για άμεση επιβίβαση και αναχώρηση. Η κλήρωση δεν είχε γίνει. Πήγα, βρήκα την κοπελίτσα να μου δώσει πίσω το τάλιρο.  Αδύνατον, μου είπε ο «υπεύθυνος», είναι η τύχη σου, μην την κλωτσάς. Μα φεύγω για Ικαρία. Μην στεναχωριέσαι, μου λέει. Πότε θα επιστρέψεις; Άσε να φτάσουμε πρώτα, του λέω, τα Φώτα, του Άι Γιαννιού, κάπου εκεί. Πες μου πώς σε λένε και αν κερδίσεις το δώρο θα σου το φέρω εγώ. Δέχτηκα.

Φύγαμε 26 Δεκεμβρίου, σχεδόν ξημέρωμα, πήγαμε στην Μύκονο, βγάλαμε τους Μυκονιάτες. Κάτσαμε και εκεί αρκετές ώρες, ο χρόνος πια δεν είχε σημασία. Οι Μυκονιάτες πήγαν στα σπίτια τους και επέστρεψαν στο πλοίο, μας έφεραν  φαγητά για να συνοδέψουμε τις μακαρονάδες του καπετάν Μπέη και γλυκά. Αργά το βράδυ, φύγαμε για στην Ικαρία. Ταΐσαμε τα ψάρια στον Τσικνιά, «έβραζε το κύμα του Γαρμπή» και δεν αστειευόταν, φυσικά στον Άγιο δεν μπορέσαμε να αποβιβαστούμε. Αναχωρήσαμε για τη Σάμο, Καρλόβασι και μετά στο Βαθύ. Κατέβηκαν οι Σαμιώτες.  Ο πράκτορας έφερε στο πλοίο μακαρόνια Σουλούνια, σαμιώτικα. Κάποιος επέστρεψε στο πλοίο και μας έφερε παξιμάδια, τυρί, γλυκά και μια νταμιτζάνα με κρασί μοσχάτο, μεταλαβγιά, συνοδεύει μια χαρά τα μακαρόνια.

Την άλλη ημέρα 27 Δεκεμβρίου, πήγαμε για τσάι στο καφενείο στην πλατεία Πυθαγόρα κάτω από το λιοντάρι, ήμουν μ’ έναν Μανταγά ηλικιωμένο άνθρωπο από το Περδίκι. Εκεί που έπινε τον καφέ του σκεφτικός και έβλεπε τον «λιόντα» γυρίζει και μου λέει: Το βλέπεις αυτό το λιοντάρι; Και χωρίς να περιμένει απάντηση: Εμείς το φτιάξαμε. Ποιοι εμείς; τον ρωτάω. Εμείς οι Μπερδικιώτες. Όσο θυμάμαι το εαυτό μου κάθε μήνα ερχόμασταν στο Βαθύ για δικαστήρια και δύο φορές τον χρόνο πηγαίναμε και στη Ερμούπολη στο Εφετείο. Ήταν η περίοδος της διαμάχης μεταξύ των αγροτών και των κτηνοτρόφων για τα "έγκλειστα".  Φαντάζομαι και στο άγαλμα του Κανάρη, κάτι θα είχαν συνεισφέρει. Το μεσημέρι ένας συμμαθητής ο Τσαμπής μας πήγε σε μια θεία του σε ένα χωριό, η οποία μας έφτιαξε μακαρόνια με τσιγαρίδες από τον χοίρο. Καλά την βγάλαμε.

Την επομένη, 28 Δεκεμβρίου, φύγαμε για Ικαρία με προορισμό τον Εύδηλο, «σταβέντο λιμάνι» που είναι βορινό και δεν το πιάνει ο Νοτιάς. Όμως για κακή μας τύχη το πλοίο ούτε εκεί μπόρεσε να πιάσει, διότι εν τω μεταξύ είχε σηκωθεί ένας δυνατός Γρέγος και φύγαμε για Μύκονο.

Στην Μύκονο μείναμε μια ακόμη ημέρα. Αυτή ήταν η πραγματική  Μύκονος με πραγματικούς ανθρώπους, μας πήραν στα σπίτια τους σε μικρές ομάδες σε έναν άτυπο διαγωνισμό φιλοξενίας, λούζες, λουκάνικα, πηχτή, σίσυρα-τσιγαρίδες, αζώναρας, κοπανιστή, μπακλαβάδες... τσαμπούνες. Μετά ήρθαν οι πελεκάνοι.

Την άλλη ημέρα, ήταν πια παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήρθε άλλο πλοίο από τον Πειραιά το Μυρτιδιώτισσα ή ο Παντελής, δε θυμάμαι και σαλπάραμε για τον Άγιο. Ο καιρός ήταν η γαλήνη που ακολουθεί την τρικυμιά. Όταν φτάσαμε, βαρκαδιάτικα δεν πληρώσαμε, καθότι, ήμασταν και εμείς, συνάδελφοι λευκοφυλλαδίτες ναυτικοί, όμως βοηθήσαμε τους βαρκάρηδες στα κουπιά και στις βαλίτσες.

Από το ταξίδι αυτό υπάρχει μια φωτογραφία στην σκάλα του πλοίου, αν κάποιος την έχει την θέλω.

Σε λίγες ημέρες πήρα το πλοίο της επιστροφής. Όταν δέσαμε στην Τήνο μπήκαν δύο άνθρωποι και φώναζαν ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, πάει ο αδελφός μου ο Λευτέρης και ρωτάει: Τι τρέχει; Ψάχνουμε τον Χρυσόστομο, τον Μάκη. Με δείχνει. Νά τος. Μου κάνουν μια γρήγορη ακτινογραφία και όταν με αναγνωρίζουν με βεβαιότητα μου δίνουν μια κάσα του νουνού που είχε μέσα τυλιγμένη σε εφημερίδες μία εξωτική γυμνόστηθη αραπίνα στακτοδοχείο! Ώσπου να τα πούμε, να τους ευχαριστήσω, να αλλάξουμε ευχές, το πλοίο έφυγε και τους πήρε μαζί του για την Σύρο...

Για κάμποσο καιρό οι φίλοι μου που έβλεπαν στην Λέσχη της Πανικαριακής Αδελφότητας στην Κάνιγγος με ρωτούσαν: Μα τι έχεις κάμει στη Τήνο και όταν πιάνει το πλοίο μπαίνουν κάτι Τηνιακοί και σε ψάχνουν; Που να κάθομαι να τους εξηγώ, πόσο καλοί άνθρωποι είναι αυτοί οι Νησιώτες.

Το γυμνόστηθο στακτοδοχείο, μπιμπελό, το έδωσα στην μάνα μου, της άρεσε πάρα πολύ που ήταν η τύχη μου, όμως με το βελονάκι του έπλεξε ένα σουτιέν με κρόσια... Ο πατέρας μου δεν συμφωνούσε με το ντύσιμο των αγαλμάτων.

Μάκης Φουντούλης
makfou@otenet.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μάκη Φουντούλη.

ikariastore banner