Ο μεγάλος γυρισμός

Καθώς πλησιάζαμε με το βαπόρι την Ικαριά, που μέσα στο λαμπύρισμα της θάλασσας, εκείνο το πρωί της άπνοιας, ήταν σαν να ταξιδεύαμε βουτηγμένοι μέσα στο λάδι, ένιωσα πως η ζωή μου έπαιρνε οριστικά τη μεγάλη στροφή. Τη μεγάλη επιστροφή. Όταν νιώθεις ότι έχεις δώσει σ' έναν κόσμο ό,τι μπορείς να του προσφέρεις, και έχεις πάρει ό,τι εκείνος μπορεί να σου δώσει, τότε η στροφή αυτή είναι πιο εύκολη, σκέφτομαι. Ακουμπισμένος στη κουπαστή του ''Δέσποινα'', ένα πλοίο γρήγορο, σχεδόν δεκαετίας, και με κόσμο πολύ τριγύρω μου, θυμήθηκα τότε που φεύγαμε για την Αμερική απ' αυτόν εδώ τον τόπο, πριν 45 χρόνια... με ένα ξύλινο καΐκι, να θαλασσοπνιγόμαστε θυμάμαι, κάνοντας μέρες να πιάσουμε στον Πειραιά. Ε, όσο να πεις, τούτο δα το βαπόρι πια, είναι μια μεγάλη πρόοδος.

Απορροφημένος και ξεχασμένος από σκέψεις, πρόσεξα μια στιγμή πως σχεδόν βρισκόμουν κρεμασμένος στη κουπαστή. Λαχταρούσα φαίνεται. Όπως λαχταρούν ορθάνοιχτα τα πεινασμένα στόματα τη τροφή που θα τους ζήσει. Όπως οι πονεμένοι, που λαχταρούν το γιατρικό που θα τους κάνει καλά. Έτσι. Και τόσο. Με τους σφυγμούς μου να αφουγκράζεται και να μετρά ολόκληρο το πλοίο. Κρεμασμένος, να μπορέσω να διακρίνω μετά από τόσα χρόνια κάτι από τα βουνά και τις ακτές. Την πατρίδα μου. Και πιο μετά του δικούς μου. Τους συγγενείς τους φίλους, τους γονείς μου... εκείνους που φύγαν, που έχω χάσει χρόνια πριν. Αποκτάς πατρίδα στα αλήθεια, όταν βάζεις έναν δικό σου στα χώματα της. Αυτό ένιωθα όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνη είναι η πατρίδα μου έλεγα. Μόνο.

Η αφορμή για τον μεγάλο γυρισμό, ήταν ο γάμος της ανιψιάς μου, της κόρης του συχωρεμένου του αδελφού μου. Του Νικόλα. Δεν την είχα δει ποτέ από κοντά, δεν την ήξερα. Μα στα γράμματα μας της είχα μηνύσει πως εγώ θα τη στεφάνωνα. Εγώ θα την προίκιζα. Ίσως έψαχνα και εγώ τη δέσμευση, την υποχρέωση που θα με φέρει πίσω. Και ήξερα πια πως ερχόμουν για να μείνω. Η Ικαριά είναι για να μένεις. Γι' αυτό δεν τόλμησα να έρθω πίσω όλα αυτά τα χρόνια. Ήξερα πως δεν θα έφευγα ξανά. Ήρθα για να μείνω. Και ας μην γνώριζα την Ικαριά που θα συναντούσα. Την Ικαρία που πια θα συγκρινόταν με τις αμέτρητες εκείνες Ικαρίες που ονειρευόμουν από νέος. Και το κορίτσι. Το κορίτσι ναι... εκείνο που άφησα φεύγοντας. Εκείνο που αγάπησα τότε και είχα ονειρευτεί πολλές φορές πως θα έβρισκα πια μια ώριμη και όμορφη γυναίκα.

Αλήθεια θα σου πω. Τίποτις δεν μου έλειψε όλα αυτά τα χρόνια. Και το όνομα μου κρατήθηκε ψηλά και τα λεφτά να γίνονται κάθε χρονιά και πιότερα. Τίποτις δεν μου 'λείψε... μόνο το βράδυ πια σαν φτάσαμε στο χωριό και βρέθηκα ξανά στην αυλή, με αρώματα διάφανα, βασιλικούς ολάνθιστους και νυχτολούλουδα να ανασύρουν μνήμες παλιές, ασβεστωμένες στους κορμούς λεμονιές, πόρτες, παράθυρα να ανοίγουν στην αγάπη, γέλια και χαρές να ακούγονται, φιλιά, καλωσορίσματα και δάκρυα ποτάμια... είπα... πως τόσα χρόνια μου έλειψε... ο κόσμος όλος!

Το βράδυ του γάμου είδα την Αργυρώ, τη γνώρισα. Τολμώ να πω πως ήταν το ίδιο όμορφη με τη νύφη, πολύ περισσότερο απ' όλα μου τα όνειρα μαζί... την αγκάλιασα, κρατώντας -πίστεψα για μια στιγμή- τη ζέστη και την τρυφερότητα της γης ολάκερης. Μιλήσαμε, δεν θυμάμαι τι. Ρωτώντας μάλλον πράγματα αδιάφορα μόνο και μόνο για να κρύψουμε την αμηχανία που άρχιζε να μας μουδιάζει. Σε μια στιγμή σιωπής, σαν να έψαχνα ξανά τα λόγια μου, της ζήτησα ένα χορό, ένα ταγκό που ακούστηκε να παίζει στο βάθος. Με συνόδευσε. Ακούμπησε με το ένα χέρι της το στήθος μου, που λυγμούς θα άκουγε κανείς αν έβαζε το αυτί του και με το άλλο φόρεσε τα ακροδάχτυλα της σαν μια μεγάλη χτένα μες στα μαλλιά μου, κρατώντας με για να την δω κατάματα στα μάτια. Αναστεναγμός και δέηση μαζί να βγαίνουν απ' τα χείλη και δε νοιαζόταν κανείς μας πια, το τι ήμασταν, τι είχαμε υπάρξει. Δεν νοιαζόμουν αν ήμουν ετούτου ή του άλλου κόσμου. Αν θα υπήρχε αύριο ή θα τελείωνε ποτέ αυτή η νύχτα.

Το πρωί της άλλης μέρας δεν ξύπνησα. Για να κυριολεκτώ δεν ξαναξύπνησα. Πέθανα στον ύπνο μου, τους είπε ο γιατρός, απ' την καρδιά μου, σταμάτησε να χτυπά, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα. Θίχτηκα, και μου ακούστηκε αλήθεια παράδοξο, γιατί σαν να μου φάνηκε, και μην σου πω πως ήμουν σίγουρος γι' αυτό, πως όλες αυτές τις μέρες την άκουγα μετά από χρόνια να ξαναχτυπά. Στα σίγουρα έτσι έγινε. Δε σταμάτησε. Εδώ ξεκίνησε. Με την καρδιά μου πέθανα. Με τα όλα της δηλαδή. Γεμάτη και ολοζώντανη. Με το αίμα της να ρέει σαν κρασί που πέφτει μες στη κούπα, και οι σφυγμοί της δυνατοί σαν τα σφυριά να μοιάζουν που χτυπούν πιο μέσα από το δέρμα.

Έτσι πέθανα. Ήθελα να σηκωθώ να τους το πω.

Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.