μια ιστορία που δεν τελειώνει

To 48 έφυγα από το νησί. Με λύπη, σχεδόν οδύνη. Έξι ακόμα αδέλφια είχα, πού να μας θρέψει ο καημένος ο πατέρας τότες... δύσκολα χρόνια εκείνα. Έφυγα και πήγα στο Κογκό, 17 χρονών παιδί στο Κογκό, βάλε με το νου σου! Μη τα ρωτάς πώς και τι. Άστα. Μεγάλη η ταλαιπωρία μου τότε. Γι' αυτό συγκινούμαι τώρα με αυτούς τους ανθρώπους. Να 'ναι μόνοι, απροστάτευτοι και κυνηγημένοι από τον τόπο τους, να είναι ξεριζωμένοι σε μέρη άγνωστα. Να πνίγονται και να σώζονται. Με την αγωνία τους, τη λύπη, το φόβο, να έχουν ξοδευτεί πριν καν μπουν στις βάρκες. Έτσι είναι. Ξέρεις, η προσφυγιά έχει ποτίσει το πετσί μας, έχει κυλήσει και στην τελευταία ρανίδα τους αίματος. Τη έχουμε νιώσει στους λυγμούς της απόγνωσής μας. Την ζήσαμε και οι πατεράδες, οι παππούδες μας, πιότερο. Μάτια τρομαγμένα να σου πω, σημαίνει η προσφυγιά, μάτια τεράστια και ανοικτά πάντα, γιατί η απελπισία και εκείνος ο φόβος παναγία μου, έχουν αγκυλώσει τους μύες ολάκερου του προσώπου σου. Έτσι είναι. Και ακούω από δω, ακούω και από κει πολλά. Λόγια πολλά. Ξεδιάντροπα και εύκολα, θαρρείς ξεχάστηκε ο ξεριζωμός μας. Πώς ξεχάστηκε, μού λες;  H προσφυγιά, η μετανάστευση του τόπου αυτού, o πόνος, μου λες;

Να μην σε κουράζω όμως. Με τις πολιτικές ταραχές που ξέσπασαν τότε στο Κογκό, αναγκάστηκα και έφυγα, και έφτασα στον Κάναδα. Άλλες ιστορίες να έχω να σου λέω και από εκεί. Μόνος ξανά σε νέα γη, σε νέα ζωή να προσπαθώ να σταθώ όρθιος, μα να 'μαι και τυχερός που γνώρισα και παντρεύτηκα την γυναίκα μου, καριωτίνα και εκείνη, που μου πρόσφερε τα δυο παιδιά μας να είναι καλά. Ζήσαμε δύσκολα μα κι όμορφα, έγινε η ελπίδα μας, η καθημερινότητα μας και προσπαθούσαμε με τα χρόνια να περνούν, να κατεβαίνουμε και στο νησί, όταν τα οικονομικά μας ήταν κάπως καλύτερα, να αγαπήσουν τα μικρά την Ικαριά, να την ζητάνε, να τη ποθυμούν. Με κείνα και με τούτα, κυλούσαν έτσι οι ζωές μας, παντρεύτηκαν και τα παιδιά, απέκτησα και εγγόνια σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης και τώρα πια, που η μικρή της κόρης μου, η μελαμψούλα μου, που ο μπαμπάς της είναι από τον Άγιο Δομίνικο, με λέει "παππού", εγώ λίγο κατουριέμαι πάνω μου, δεν ντρέπομαι που στο λέω. Και νιώθω και καμάρι όταν μαζευόμαστε τα καλοκαίρια στην αυλή στο χωριό όλοι μαζί και μου λένε πως έχουν και δυο και τρεις πατρίδες να αγαπάνε. Λέω πως να, αυτή τη χούφτα χώμα που έβαλα στην τσέπη του σακακιού μου τότε που φεύγα μικρό παιδί, κοίτα τώρα. Σκόρπισε σε γόνιμους τόπους, φιλόξενους τόπους, νέους τόπους και μου έβγαλε τους πιο όμορφους και πολύχρωμους καρπούς. Έτσι είναι. Η ζωή, σου ζητάει να συνεχίσει. Με όποια δυσκολία. Με όποιο καημό. Η προσφυγιά, ο ξεριζωμός, ο πόνος, είναι μια ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ, γιε μου. Δυστυχώς. Ποτάμια οι άνθρωποι, συνέχεια θα κυλούν απεγνωσμένα από δω και από κει για σωτηρία. Για επιβίωση, για προκοπή. Γιατί οφείλουν να συνεχίσουν. Και μεις τι πρέπει, πες μου. Αυτοί οι άνθρωποι ήμασταν. Με αυτούς τους ανθρώπους είμαστε τώρα, δεν μπορεί αλλιώς. Έτσι είναι.

Μενέλαος Μανώλης
menelaos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Μενέλαου Μανώλη.

ikariastore banner