Η «Παλλικαρού»

Δισέγγονη του Παπαγιωργάκη του Ρόδιου.

Τους καλοκαιρινούς και τελευταία και τους φθινοπωρινούς μήνες κατοικούσε ένα σπίτι-αντίκα η Μέλισσα. Κι ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτό. Ζούσε μέσα από τους παλιούς τοίχους με το μπαγδατί και τα παλιά κάδρα με τις προσωπογραφίες, τις αρχοντικές παλιές πόρτες και ακόμη και μέσα από το περιβόλι των εκατόν και πάνω χρόνων, τις ζωές εκείνων των προγόνων της που είχαν κατοικήσει εκεί. Τελευταία έγραφε για την άλλη γιαγιά, εκείνη από τη μεριά του πατέρα της. Για τη γιαγιά από τη μεριά της μητέρας είχε ήδη γράψει μια νουβέλα που είχε εκδοθεί και κυκλοφορήσει.

Ετούτη εδώ δεν ήταν η γιαγιά με τα σχολεία, τα γαλλικά και τα πιάνα, όπως η άλλη. Ήταν η γιαγιά που είχε πάει μόνο μέχρι την τρίτη Δημοτικού και παρόλα αυτά είχε ξεκοκαλίσει όλα τα βιβλία της ιστορίας, των θρησκευτικών και γενικά των θεωρητικών μαθημάτων, όταν τα εγγόνια της πήγαιναν στο γυμνάσιο. Και δεν ήταν ότι δεν της άρεσε το σχολείο που το εγκατέλειψε. Ο Σαμιώτης δάσκαλος που είχαν τελευταία, τη φώναξε επάνω μια φορά που, μάλλον δεν ήξερε καλά το μάθημα και «΄Ελα ‘βδα», της λέει, άνοιξ’ του χέρ’ σ’, γύρνα του κι απ’ την άλλ’. Φέρ’ και του άλλ’» Και να «που σε πονεί και που σε σφάζει» με την ακμή του χάρακα πάνω στα κόκκαλα, ώσπου τα χέρια του μικρού κοριτσιού μάτωσαν. Μετά την έβαλε όλες τις ώρες του σχολείου να γονατίσει πάνω σε χαλίκια, βγάζοντας επάνω στη μικρή όλο τον σαδισμό του. Δεν ξαναπήγε στο σχολείο κι ένας θεός ξέρει, πόσο θα την βασάνισε κι ο αγροίκος πατέρας της όταν το έμαθε. Γιατί κι εκείνος μια φορά που άργησε να γυρίσει από μια φίλη της, την άρπαξε από τ’ αυτιά και τη σήκωσε πολλές φορές στον αέρα, μέχρι που τ’ αυτιά της βγάζαν «έμπυον», όπως έλεγε εκείνη το πύον. Ήταν σκληρά τότε τα γονικά, ειδικά όσα είχαν την εξουσία, γιατί σκληροί ήταν κι οι όροι της ζωής τους.

Αγρότισσα έγινε στο νησί τους εκείνη η γιαγιά, με κάποιο διάλειμμα, λίγο πριν παντρευτεί, το παλληκάρι τον άντρα της, στην Αίγυπτο που έκανε την οικονόμο σε σπίτια για δυο χρόνια και πιο μπροστά στη Σμύρνη για εξάμηνο. Όλα αυτά για τα προικιά της, κάμποσες λίρες. Ήταν αγνή και αφελής σαν άγγελος επί της γης, γι’ αυτό και την εκμεταλλεύτηκε δεόντως η πεθερά της με ποικίλους τρόπους. Πρώτα δεν την άφησε να πάει με τον άντρα της στην Αμερική κι έπειτα στην Αίγυπτο που πήγε εκείνος ως καπετάνιος με το καΐκι του, εκβιάζοντάς την ότι αν ήθελε να πάει εκείνη θα κρατούσε το μοναχογιό της, χωρίς τον οποίο η μάνα δεν μπορούσε να ζήσει. Κι ήταν αυτή η πεθερά, η Λακιούδαινα, από τους προύχοντες του χωριού, αφού όταν πέθανε, έστησαν το φέρετρό της όρθιο και ανοιχτό να την βλέπουν και να την «προσκυνάνε», κατά το συνήθειο οι συγχωριανοί της. Τη σκληρότητά της την έδειξε και σε άλλους συγγενείς της που τους έβαζε στη δούλεψή της για ένα πιάτο φαΐ. Τη νύφη της την έβαλε, όσο απουσίαζε ο άντρας της να δουλεύει σκληρά στα χωράφια, την έκανε, δηλαδή τέλεια αγρότισσα, ενώ εκείνη έκανε το κουμάντο.

Η σκληρότητα της πεθεράς, αλλά και η ορφάνια νωρίς από τη μάνα της -ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε κι η μικρή μεγάλωσε με μητριά- δεν αλλοτρίωσαν την ψυχή αυτής της γυναίκας που είχε πάντα την άδολη γλυκύτητα ενός μικρού παιδιού. Σε εκλογές, αφού είχε πεθάνει πια η πεθερά, της έβαζαν στη τσέπη προσημειωμένο ψηφοδέλτιο και την έστελναν στις κάλπες. Όταν περίμενε την οικογένεια του γιου της που ερχόταν τα καλοκαίρια από την Αθήνα με τα τρία μικρά παιδιά και τη γυναίκα του, τους περιποιόταν με όλα τα καλά που είχε καλλιεργήσει στους κήπους της, όπως αυτόν της Λιναρέ, και στα περιβόλια της. Ήταν όμως με όλη την καλοσύνη της λιπόψυχη, γιατί όπως θυμάται η Μέλισσα, όταν ο αδελφός της έριξε τη μικρή πιατοθήκη με τα γυαλικά και τη βρήκαν σε χέρια και σε πόδια τα γυαλιά, η γιαγιά άρχισε να στριγγλίσει απελπισμένα, ιβί, ιβί, κακό που μας βρήκε, καλώντας σε βοήθεια τον γείτονα τον Μ. Άλλη φορά που ο μεγάλος εγγονός είχε σπάσει το κεφάλι του πέφτοντας σε μυτερή πέτρα, τόσο που γέμισε ο κόσμος αίματα, η γιαγιά χάνοντας τελείως την ψυχραιμία της και θαρρώντας τον αγαπημένο της εγγονό πεθαμένο, γιατί τον είχαν πάει οι γονείς του ήδη στο γιατρό κι εκείνη δεν τον έβρισκε πουθενά, βγήκε στο δρόμο ξυπόλητη κι έτρεχε σαν τρελή προς την πρωτεύουσα, πλάθοντας με τη φαντασία της τα χειρότερα.

Εκείνο που είναι ακόμη πιο αστείο, μέσα στην τραγικότητά του, ήταν το επεισόδιο με τη νύφη της που περίμενε από στιγμή σε στιγμή να γεννήσει και δεν υπήρχε κανείς στο πλευρό της, κυρίως η μαμή. Τότε η πεθερά παρέα με το γιο της έτρεξαν προς αναζήτηση μαμής. Αλλά η ηρωική νύφη δεν τους περίμενε, γιατί δεν περίμενε και το μωρό. Το ξεγέννησε μόνη της μέχρι και που το αφαλόκοψε κι όταν ήρθαν η πεθερά της και ο γιος άπρακτοι χωρίς μαμή και είδαν το σκηνικό, τη μάνα μες στα αίματα  και τα υγρά της γέννας και το μωρό να κλαίει δίπλα στη λεχώνα, η πεθερά έπεσε κάτω λιποθυμισμένη.

«Αραθυμώ», « πισούβλης», και άλλες τέτοιες λέξεις ιδιωματικές από το νησί έχουν μείνει στη μνήμη της Μέλισσας από όσες έλεγε η γιαγιά, όπως και λέξεις, φράσεις και τραγουδάκια από τα αραβικά.

Φίλευε πάντα τα εγγόνια της με ό,τι καλύτερο είχε ο μπαξές της και η ψυχούλα της. Γι’ αυτό και τα εγγόνια αισθάνονταν τόσο καλά μαζί της. Δεν περιφρονούσαν τις ηλικιωμένες φιλενάδες και φίλους της ή συγγενείς, αντίθετα μάλιστα, πρόσφεραν ώρες από τη νιότη τους στις παρέες της γιαγιάς και στις ιστορίες που έλεγε η ομήγυρη. Της εμπιστεύονταν ακόμη και τα μυστικά τους από τα πρωτοσκιρτήματα της νεαρής τους ηλικίας. Αχ αυτή η γιαγιά! Μέχρι τραγουδάκια του κλήδονα τούς έλεγε και το ακροατήριο δεν ήταν μόνο τα εγγόνια της αλλά και οι φίλοι τους. Και να φανταστεί κανείς ότι η ίδια από έρωτες δεν έζησε και πολλά. Μόνο που τεκνοποίησε. Ένα παιδί, αρχικά, που της πέθανε, κι ύστερα το μοναχογιό της.

Όταν είχε τα μυαλά της, όλο προσφορά ήταν σε όλους τους δικούς της. Κι εκείνοι της το ανταπέδιδαν με τον τρόπο τους. Η νύφη της την είχε σαν να ήταν η μάνα της που κι εκείνης είχε φύγει πολύ νωρίς, τη φρόντιζε άψογα σε θέματα καθαριότητας, τροφής και άνεσης, αφού η γιαγιά είχε το δωμάτιό της, που το μοιραζόταν συχνά οικειοθελώς μαζί της η εγγονή.

Όταν άρχισε να τα χάνει, ξεχνούσε ότι ο γιος της είχε νυμφευτεί και επιπλέον το κρεβάτι της γινόταν ο περίγυρος που είχε στο χωριό. Κάτω από το κρεβάτι έψαχνε την κατσίκα της και από τις γωνίες του κρεβατιού περίμενε να ξεπηδήσει καμιά παλιά της φιλενάδα ή γειτόνισσα, όπως το Αρχοντουλιώ που έμενε στο ρέμα, εκεί που έπλεναν τα ρούχα οι χωριανές ή η Γραμματικούλα, μια σπίθα γριούλα με την οποία η γιαγιά ανηφόριζε με τα πόδια κάποια χιλιόμετρα για τη λειτουργία στο Μαυράτο ή  στο Μαυρικάτο.

Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτή τη λεπτή ψυχή, την απαλότερη κι από βαμβάκι, παρά την ορφάνια  της και τα σκληρά έργα στους αγρούς, την ονόμασαν «Παλλικαρού». ΄Ετσι την ήξεραν όλοι. Της είχε μείνει το παρωνύμιο (παρατσούκλι)  από τον άντρα της το Παλλικάρι γιατί  είχε βάλει στη θέση του για τα καλά έναν Τουρκαλά που ήθελε να κάνει τον έξυπνο μη πληρώνοντας τον οφειλόμενο λογαριασμό του σε έναν ΄Ελληνα καφετζή, κάπου στη Σμύρνη.

Ηρώ Τσαρνά-Κόχυλα
irotsarna@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ηρώς Κόχυλα – Τσαρνά.

ikariastore banner