Η ιστορία που θα σας πω είναι πέρα για πέρα αληθινή και επίσης είναι η πρώτη φορά που θα μιλήσω γι' αυτήν ύστερα από 25 χρόνια. Ονομάζομαι Βαγγέλης και είμαι από την Αθήνα Η πρώτη μου επαφή με το νησί έγινε τυχαία, όταν ήμουν 17 χρονών, από έναν παιδικό φίλο που πήγαινε διακοπές με την γιαγιά του στα Θέρμα κάθε καλοκαίρι λόγω λουτρών και μου πρότεινε αν ήθελα να περάσω λίγες μέρες μαζί τους. Δεν είχα οικονομικό πρόβλημα. Πήγαινα στον ΟΑΕΔ σχολείο και έκανα την πρακτική μου στην ΕΑΒ ταυτόχρονα, οπότε είχα τα λεφτά μου.

Ήταν νέα και ντελικάτη, γύρω στα 28. Με κοντοκουρεμένο ξανθό μαλλί αμυγδαλωτά σπιρτόζικα μάτια, λεπτοκαμωμένο κορμί που ανέδυε πάθος για ζωή και λεπτά καλλιτεχνικά δάχτυλα. Αγαπούσε τη μοναξιά, τα ταξίδια και τη θάλασσα, Διέθετε δημιουργική φαντασία μα και ατίθαση αγάπη για τη μουσική και το χορό. Οταν χόρευε μεταμορφωνόταν από σταλαγματιά σε χείμαρρο.

Ο προπάππους μου οταν ηταν νέος ερωτεύτηκε μια κοπέλα απο το Φραντάτο. Ο πατέρας της όμως δεν έδινε την ευχή του για να παντρευτεί το ζευγάρι. Δεν τον ενέκρινε για γαμπρό γιατί δεν ήθελε η κόρη του να πάρει κάποιον με λιγότερη γή από τον ίδιο και κακοπέσει.

Και ήρθε η ώρα που έσβησαν τα φώτα στις κολώνες και άναψαν τις φωτιές. Τα μικρά σωρουδάκια απο πρωτομαγιάτικα στεφάνια και προσανάματα ξεκίνησαν να καίγονται και φώτισαν όλη την πίστα μ' ένα γλυκό διακριτικό φως. Και ξεκίνησε και το βιολί να παίζει τον Ικαριώτικο, γιατί πως θα ξεκινούσε αυτή η τελετή ''μυσταγωγίας'', έξω απο το εκκλησάκι του Άη Γιάννη, στις Ράχες, χωρίς τον Ικαριώτικο; Άλλοι μαζεύτηκαν γύρω απο τις φωτιές και άλλοι έτρεξαν στην πίστα.

Η Γιωργούλα είναι μικροπαντρεμένη με μωρό στην αγκαλιά. Ερωτευμένη με τον άντρα της, εκείνα τα δύσκολα χρόνια της ανέχειας και της έλλειψης εργασίας στο μικρό μας νησί.

Ύστερα εκείνη πήγε στις φίλες της. Κι εκείνος σε μια ντίσκο στον Αρμενιστή. Τους είδαμε όλοι καθώς γυρνούσαν αγκαλιά από το λιμάνι. Ήτανε μια όμορφη ανοιξιάτικη νύχτα.

Κοίταξα μέσα απ’ το παράθυρο και είδα τον παππού και τη γιαγιά καθισμένους στην αμπάρα. Κράταγε ο καθένας το φλιτζάνι του και αργόσυρτα βουτάγανε το παξιμάδι στο ζεστό τους. Βαριεστημένοι και οι δύο με κινήσεις που έμοιαζαν ίδιες από αιώνες. Η αλήθεια είναι ότι κόντευαν να κλείσουνε τον πρώτο. Καμία έκπληξη. Αργά, χωρίς κουβέντες. Τι άλλο πια να μοιραστείς μετά από τόσα χρόνια. Έτσι σκέφτηκα.

Κάπως έτσι έγινε η γνωριμία κάποιο Μάιο στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς, στο οποίο είχα πάει με φόρμες, με τα μαλλιά όπως-όπως πιασμένα, τελείως ανέμελη και ανυποψίαστη για το τι θα ξεκινούσε εκείνο το βράδυ. Μία γνωριμία, που έχει ως κέντρο αναφοράς το μαγικό νησί της Ικαρίας.

- Δεν τον θέλω αυτόν, είναι ναυτικός! Ούτε τον γιο του γείτονα, τον ξέρω απο τόσο δα.
- Και ποιον θέλεις, βρε Λούλα;
- Ε τι να σας πω, βρείτε μου έναν ψηλό και όμορφο. Έναν ψηλό και όμορφο θέλω!

Εκείνο το πρωί, ξεκίνησε να μου αφηγείται ο Κώστας, στο κατάστρωμα του πλοίου που έπλεε ήσυχα σαν πουλί, όπως φεύγαμε και οι γραμμές του νησιού γινόταν σκληρές και κοφτερές από τον ήλιο, εκείνο το παράξενο Πάσχα του 2015, που είχε ξεκινήσει με χειμωνιάτικο κρύο, κύματα, αέρηδες, αποχωρισμούς και θανάτους, για να τελειώσει με ζέστη και ήλιο καλοκαιριού, ο πατέρας μου ξύπνησε χαρούμενος.

Σελίδες

ikariastore banner