Ξέραμε πως τα διοικητικά κέντρα του νησιού αντί σε δημόσια κτίρια υπήρξαν σε σπίτια ή ακόμη και σε κέντρα εξουσία εκτός νησιού. Η ελπίδα ότι κάποτε αυτό θ’ αλλάξει, φούντωσε πριν τις δημοτικές εκλογές και αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα τους. Ωστόσο, σήμερα, μερικούς μήνες αργότερα το δύσκολο έργο της νέας σύνθεσης η οποία προσπαθεί πραγματικά, δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα.
Στις αρχές του Μάη στο παλιό νεκροταφείο του Προφήτη Ηλία Μεσαριάς, εκεί που θάφτηκαν τα απανθρακωμένα πτώματα των δύο Βρετανών πιλότων στις 10/2/1944, θα έρθει ο 67χρονος γιος του ενός πιλότου που στα 24 χρόνια του έχασε τη ζωή του καιγόμενος στις φλόγες του αεροπλάνου που έπεσε μεταξύ Κάμπου και Μεσαριάς.
Χειμώνας του 2005, μπορεί και ’06, εικοσάρης και ξέγνοιαστος. Ο τόπος και τα διαδικαστικά δεν έχουν καμία σημασία. Ούτε ίσως ο χρόνος, μόνο τα πρόσωπα και το νεαρό της ηλικίας μου. Φοιτητής και περιστασιακά σερβιτόρος σε μια καφετέρια, για ένα χαρτζιλίκι. Ήθελα, λέει, να βάλω σε τάξη κάποια μικρά μου όνειρα. Όταν λοιπόν σχόλαγα, και με τα υπερβολικά 23 ευρώ που εισέπραττα, τράβαγα χοροπηδώντας στο διπλανό Μπαρ να κάνω το μεροκάματό μου τρία ποτά και να ονειρευτώ με τους φίλους μου για τη ζωή που θέλουμε. Ενίοτε και να αλλάξουμε τον κόσμο.
Ένα βράδυ, σαν και κείνα, μένω μόνος με το Στάμο το αφεντικό. Στο τέταρτο κερασμένο και στην υπόκρουση Παπάζογλου, των ερωτώ: «Στάμο, εκδικείται η γυφτιά;» Μου χαμογέλασε σα να μην ήξερε κι ο ίδιος να απαντήσει. Του λέω μετά: «Τί όνειρα έχεις για το μέλλον;» «Είμαι κοντά σαράντα ρε Νικόλα, με δουλεύεις; Τί όνειρα μπορώ να κάνω; Χρεοκοπήσανε τα όνειρά μου.»
Σε μια στιγμή γκρεμίστηκε το είναι μου. Ήταν για μένα μια υπέροχη ευκαιρία να νιώσω τη χρεοκοπία και την υποταγή, σα λέγανε εντέχνως λίγο νωρίτερα οι «Τρύπες». Πόσο μάλλον που για εκείνη την εποχή η λέξη χρεοκοπία ήταν μόνο συνδεδεμένη με κείνο το ξεχασμένο τηλεπαιχνίδι, τον «Τροχό της Τύχης»! Το ανέλυσα πολύ και δε βρήκα καμία λογική εξήγηση σ’ αυτά που άκουσα. Μικροαστό τον είπα και νεόπτωχο στη σκέψη.