Beautiful Mess

Ακίνητοι στην κίνηση της Καρέα. Εφτά και μισή το πρωί. Κάθε αυτοκίνητο είναι ένα σύμπαν, 9-10 τετραγωνικά μέτρα αναρχοαυτόνομου κόσμου, μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται δράματα, κλάματα, νεύρα, χαρές, εκπλήξεις, ανία. Ζωές. Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Προς το παρόν πουθενά.

Δυναμώνει το ραδιόφωνο. Πιάνει το τραγούδι από τη μέση. Η φωνή του τραγουδιστή, βαθιά, γλυκιά και περιπαιχτικά διεστραμμένη, κάτι ανάμεσα στον Λέοναρντ Κοέν και τον Νικ Κέιβ τραγουδάει You are so hard to possess / we’re a beautiful mess / time after time. Α! Αν μπορούσε θα του λεγε πόσο πολύ γελιέται. Πως αυτό το όμορφο, μελωδικό τραγούδι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εφηβική αυταπάτη. Τίποτα δεν κατέχει, πόσω μάλλον εκείνη, πως τα μπερδέματα σπανίως είναι όμορφα και συνήθως καταλήγουν με την καρδιά κάποιου σπασμένη σε χίλια κομμάτια. Αλλά – συμπεραίνει - αυτά τα πράγματα όλοι μόνοι τους τα μαθαίνουν. Και κατόπιν πέφτουν με τα μούτρα και ξαναγράφουν καινούρια στιχάκια και μελωδίες σπαραξικάρδιες σε λα μινόρε.

Αριστερά στη γωνία του δρόμου σβήνουν τα φώτα της ταμπέλας ενός «στούντιο». Τέλος βάρδιας για απόψε. Την ώρα που αυτή η ατελείωτη ουρά των αυτοκινήτων κουβαλάει χιλιάδες ανθρώπους στη δουλειά τους, κουρασμένα κορίτσια σχολάνε από τη δικιά τους. Στον ακριβώς απέναντι τοίχο κάποιος έχει γράψει «χαμένος στην Αθήνα» με ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Τα γράμματα τρέμουν ελαφρά, μάλλον λόγω της ανάγλυφης επιφάνειας του τοίχου και της βιασύνης του γράφοντος.

Άραγε, αυτός που το έγραψε να ήταν πελάτης του στούντιο; Ή κάποια από τις κοπέλες; Να το ‘γραψε μπαίνοντας ή βγαίνοντας; Ποιος κουβαλάει μαζί του ανεξίτηλους μαρκαδόρους για παν ενδεχόμενο; Πόσο βαρύς πρέπει να είναι ο καημός σου ώστε να μη φοβάσαι, να θες να τον ζωγραφίσεις, φαρδύ πλατύ, στο φρεσκοασπρισμένο τοίχο ενός ξένου σπιτιού, να τον εκθέσεις, έτσι, γυμνό, στα μάτια τόσων ξένων ανθρώπων.

Τ’ αυτοκίνητα προχωρούν νευρικά λίγα μέτρα και σταματούν ξανά, κολλημένα το ένα πίσω από το άλλο, εμποδιζόμενα εμπόδια. Στον καθρέφτη ίσα που φαίνεται η είσοδος του στούντιο. Ανοίγει και μια γυναίκα καλυμμένη με ένα φαρδύ παλτό, προστατευμένη απ’ το κρύο και τους ανθρώπους, βγαίνει πισωπατώντας και ισορροπώντας με απρόσμενη χάρη πάνω στο κεφαλόσκαλο, ώστε να μπορέσει την τραβήξει και να την κλειδώσει σε μια, μόνη, ανεπαίσθητη κίνηση. Γυρνάει και κοιτάει τον ασφυκτικά γεμάτο δρόμο. Καθόλου δεν την πτοεί και χάνεται με γρήγορα, αποφασιστικά βήματα ανάμεσα στ΄αμάξια.

Για λίγα δευτερόλεπτα πρέπει να παλέψει μέσα του με την παράλογη παρόρμηση ν’ ανοίξει την πόρτα του αμαξιού, να τ’ αφήσει εκεί, ξεκλείδωτο, με τη μηχανή αναμμένη, τον καφέ στην ποτηροθήκη και να τρέξει πίσω της. Κι αν όχι πίσω της, απλώς να τρέξει. Να φτάσει ξέπνοος ως το λιμάνι, να μπει στο πλοίο και να φύγει. Γι’ αλλού.

Ρωξάνα Θεοδώρου
roxana.theodorou@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Ρωξάνας Θεοδώρου.