ikariamag | ελεύθερες πτήσεις - της Δέσποινας Σιμάκη
της Δέσποινας Σιμάκη
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε ένα χρόνο σχεδόν. Από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Ιταλοί στο νησί. Δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Μήτε σπόρος, μήτε ζωντανό. Είχε αρχίσει ο εφιάλτης της πείνας. Οι βάρκες έφευγαν γεμάτες κόσμο κάθε νύχτα που το φεγγάρι έλειπε από τον ουρανό ή είχε σκεπαστεί με βαριά σύννεφα. Όλοι οι συγγενείς είχαν φύγει από καιρό, τουλάχιστον οι πιο νέοι. Οι γειτόνοι το ίδιο.
Όχι πως δεν άρεσαν στη γιαγιά τα παραμύθια, όταν είχε χρόνο έπλαθε διάφορα με απίστευτη ευκολία, μα οι δουλειές ήταν πολλές. Μπουγάδα, άπλωμα, τάισμα των ζωντανών, μαγείρεμα, πότισμα, πλύσιμο των πιάτων, καθάρισμα του δωματίου μας, κοινό για κείνη και για τα ανεπρόκοπα εγγόνια... Ε, ήθελε να πηγαίνει για ύπνο «με τις κότες».
Κοιτώντας απ' έξω προς τα μέσα βλέπεις τα ερείπια απ' τη στέγη που κατέρρευσε πια. Κι όμως, σα να ήταν χτες που είχε στο ράφι τα βαζάκια με το γλυκό, τα άνυδρα ντοματάκια που κρέμονταν από την οροφή, τον μπότο με γάλα πρόσφατα αρμεγμένο στο τραπέζι και καθούρες στην άρμη να σκληραίνουν και να νοστιμίζουν με τις μέρες που κυλούσαν αργά-αργά.