Ήμεσσαν κατάζακα, η αθράκα έκαιε, το λιοκόμπομα ηπόσωνε για ούλλους. Εκάμναμε χάζιν την φωτιά και πασκίζαμε να ζεστοκοπιθούμε. Ήμεσσα μαργωμένοι από την ψακάδα. Η αεροφιτσάδα του βουνού ακουότανε από τον αναφάντη. Ο ουρανός ηξεφουντανίστη, ήχασεν τα μπούτσα του και ηξεπατώθηκεγ καλά-καλά.

Το τελευταίο καιρό στο αγαπημένο μας πλέον ikariamag, είδαμε ένα ενθουσιώδες αφιέρωμα-ύμνο για τη γυναίκα της Ικαρίας. Τι τιμή, τι θαυμασμός, αλλά και τι συγκίνηση! Ευχαριστούμε κύριοι για τα καλά σας λόγια, νιώθουμε πολύ υπερήφανες τώρα.

Οι αναμνήσεις ενός από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ των αρχών του 20ού αιώνα, οι δυσκολίες προσαρμογής, η φρίκη της ζωής στα εργοτάξια κατασκευής των αμερικανικών σιδηροδρόμων, η εθελοντική κατάταξη στον στρατό για να γλυτώσει, οι περιπέτειες στην Νέα Υόρκη και η καταστάλαξη σε ένα ήσυχο αγρόκτημα του Λονγκ Άϊλαντ. Όπως περιγράφονται σύντομα σε διήγημα του Ηλία Βενέζη.

Ίσως θέλησα να γράψω για τα αρσενικά της Ικαρίας γιατί πάντα με ένα μαγικό τρόπο… διέφεραν. Και μπορούσα να τους ξεχωρίσω ακόμη και μακριά από τον τόπο τους. Μην σκεφτείτε μονάχα την λυρική προφορά…

Εκείνη ήταν περίπου 18 τότε. Ήταν ερωτευμένη με ένα καριωτάκι που έμενε στην Αθήνα. Τον είχε γνωρίσει στο πανηγύρι στον Κουζίνο στις 15 του Αυγούστου. Ήταν ζευγάρι κανονικό. Ανταλλάσανε και γράμματα. Για τηλέφωνο τότε, ούτε συζήτηση.